Από το βιβλίο του Βίλχελμ Ράιχ, M.D., Ανάλυση του χαρακτήρα, Τόμος 3, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1980, σελ. 120-147.
Η τμηματική διάταξη της θωράκισης
Είναι γνωστό στην ψυχιατρική εδώ και δεκάδες χρόνια ότι οι σωματικές διαταραχές της υστερίας δεν διέπονται από τις φυσιολογικές και ανατομικές διαεργασίες των μυών, νεύρων και ιστών ως σύνολο, αλλά καθορίζονται από συγκεκριμένα, συγκινησιακής σημασίας όργανα. Για παράδειγμα, η παθολογική ερυθρίαση περιορίζεται συνήθως στο πρόσωπο και τον αυχένα, παρά το γεγονός ότι τα αιμοφόρα αγγεία διατρέχουν όλο σχεδόν το μήκος του οργανισμού. Παρομοίως, οι αισθητηριακές διαταραχές στην υστερία δεν εξαπλώνονται κατά μήκος όλων των νεύρων, αλλά περιορίζονται στις περιοχές εκείνες του σώματος, που έχουν συγκινησιακή σημασία.
Κατά την εργασία μας της διάλυσης της μυϊκής θωράκισης, αντιμετωπίζουμε την ίδια κατάσταση. Οι μεμονωμένες μυϊκές θωρακίσεις δεν ακολουθούν τη διάταξη των μυών ή των νεύρων, αλλά είναι εντελώς ανεξάρτητες από τις ανατομικές διεργασίες. Ψάχνοντας για ένα νόμο που να διέπει αυτές τις θωρακίσεις και εξετάζοντας διεξοδικά τυπικές περιπτώσεις από ποικίλες αρρώστιες, ανακάλυψα ότι η μυϊκή θωράκιση είναι διαταγμένη τμηματικά.
Βιολογικά, αυτή η τμηματική διάταξη είναι πολύ πιο πρωτόγονη μορφή της ζωντανής λειτουργικότητας από τις μορφές που εμφανίζονται στα ανώτερα, ανεπτυγμένα ζώα. Ένα φανερό παράδειγμα τμηματικής λειτουργικότητας είναι εκείνο των δακτυλιοειδών σκωλήκων και των βιολογικών συστημάτων που τα χαρακτηρίζουν. Στα ανώτερα σπονδυλωτά, μόνο η τμηματική δομή της σπονδυλικής στήλης, οι απολήξεις των νεύρων που αντιστοιχούν στα τμήματα του νωτιαίου μυελού και η τμηματική διάταξη των γαγγλίων του αυτόνομου νευρικού συστήματος, δείχνουν την καταγωγή των σπονδυλωτών από τμηματικά δομημένους οργανισμούς.
Θα προσπαθήσω στην ακόλουθη παρουσίαση να δώσω μόνο ένα πρόχειρο σκιαγράφημα της τμηματικής διάταξης της μυϊκής θωράκισης. Αυτές οι αντιστοιχίσεις βασίζονται σε παρατηρήσεις των αντιδράσεων της θωράκισης για μια μεγάλη χρονική περίοδο.
Επειδή το σώμα του ασθενή είναι συγκρατημένο και επειδή ο σκοπός της οργονοθεραπείας είναι να αποκαταστήσει τα πρωτοπλασματικά ρεύματα στη λεκάνη, φαίνεται λογικά αναγκαίο να αρχίσουμε την εργασία μας διαλύοντας τη θωράκιση στα πιο απομακρυσμένα από τη λεκάνη σημεία του σώματος. Έτσι, η δουλειά αρχίζει απ’ την έκφραση του μυϊκού συστήματος του προσώπου. Υπάρχουν, στο κεφάλι τουλάχιστον, δύο σαφώς ξεχωριστές τμηματικές διατάξεις θωράκισης, που αποτελούνται η μια από το μέτωπο, τα μάτια και την περιοχή των ζυγωματικών κι η άλλη απ’ τα χείλη, το πηγούνι και τα σαγόνια. Όταν λέω ότι η θωράκιση είναι τμηματικά διαταγμένη, εννοώ ότι λειτουργεί κυκλικά, μπροστά, στα πλάγια και πίσω, δηλαδή σαν δακτύλιος.
Ας ονομάσουμε οπτικό τον πρώτο δακτύλιο θωράκισης και το δεύτερο στοματικό. Στη σφαίρα του οπτικού τμήματος θωράκισης βρίσκουμε μια σύσπαση και ακινησία όλων ή σχεδόν όλων των μυών των βολβών, των βλεφάρων, του μετώπου, των δακρυϊκών αδένων, κ.λπ. Άκαμπτο μέτωπο και βλέφαρα, ανέκφραστα μάτια ή προεξέχοντες βολβοί, έκφραση σαν μάσκα και ακινησία και στις δυο πλευρές της μύτης, είναι τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά αυτού του δακτυλίου θωράκισης. Τα μάτια φαίνονται να προβάλλουν μέσα από μια άκαμπτη μάσκα. Ο ασθενής δεν είναι ικανός να ανοίξει τα μάτια του διάπλατα μιμούμενος έκφραση φόβου. Στους σχιζοφρενικούς, η έκφραση των ματιών είναι άδεια, σαν να κοιτάζουν στο κενό. Αυτό προκαλείται από τη συστολή των μυών των βολβών. Πολλοί ασθενείς έχουν χάσει την ικανότητα να χύνουν δάκρυα. Σε άλλους, το άνοιγμα των βλεφάρων έχει περιοριστεί σε μια στενή άκαμπτη σχισμή. Το μέτωπο είναι ανέκφραστο, σαν να έχει «Ισοπεδωθεί». Βλέπουμε πολύ συχνά μυωπία, αστιγματισμό, κ.λπ.
Η χαλάρωση του οπτικού τμήματος της θωράκισης γίνεται με το να ανοίγουμε διάπλατα τα μάτια μας όπως όταν τρομάζουμε: Αυτό αναγκάζει τα βλέφαρα και το μέτωπο να κινηθούν και να εκφράσουν συγκινήσεις. Συνήθως, αυτό επίσης προκαλεί χαλάρωση των άνω μυών των παρειών, ιδιαίτερα όταν ο ασθενής καλείται να κάνει γκριμάτσες. Όταν οι παρειές τραβιούνται προς τα πάνω, το αποτέλεσμα είναι ένα περίεργο σαρκαστικό χαμόγελο που εκφράζει μια περιφρονητική, κακεντρεχή πρόκληση.
Ο τμηματικός χαρακτήρας αυτής της ομάδας μυών αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι κάθε συγκινησιακή πράξη σ’ αυτήν την περιοχή επηρεάζει περιοχές που γειτονεύουν οριζοντίως, αλλά δεν μεταφέρεται στο στοματικό τμήμα. Ενώ ισχύει ότι το διάπλατο άνοιγμα των βλεφάρων, όπως σε τρόμο, είναι ικανό να κινητοποιήσει το μέτωπο ή να προκαλέσει ένα μειδίαμα στο άνω μέρος των παρειών, δεν είναι ικανό να προκαλέσει τις δηκτικές παρορμήσεις, που είναι γερά εγκλωβισμένες στο σφιγμένο πηγούνι.
Έτσι ένα τμήμα θωράκισης περιέχει τα όργανα εκείνα και τις ομάδες μυών που έχουν λειτουργική επαφή μεταξύ τους και είναι ικανά να συνοδεύουν το ένα το άλλο στις συγκινησιακές εκφραστικές κινήσεις. Σύμφωνα με τη βιοφυσική, ένα τμήμα τελειώνει και ένα άλλο αρχίζει εκεί που το πρώτο παύει να επηρεάζει το δεύτερο στις συγκινησιακές εκφράσεις του.
Τα τμήματα της θωράκισης έχουν πάντοτε οριζόντια δομή — ποτέ κατακόρυφη, με μόνη σημαντική εξαίρεση τα πόδια και τα χέρια. Η θωράκισή τους λειτουργεί σε σύνδεση με τα γειτονικά τμήματα του κορμού, δηλαδή, τα χέρια με το τμήμα που περιλαμβάνει τούς ώμους, και τα πόδια με το τμήμα που περιλαμβάνει τη λεκάνη. Θέλουμε να προσεχτεί ιδιαίτερα αυτή η ιδιομορφία. Θα γίνει σύντομα κατανοητή σε καθορισμένο βιοφυσικό πλαίσιο.
Το δεύτερο τμήμα, δηλαδή το στοματικό, περιέχει όλο το μυϊκό σύστημα του πηγουνιού, τον φάρυγγα, καθώς και όλο το ινιακό μυϊκό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων και των μυών γύρω απ’ το στόμα. Λειτουργικά συνδέονται το ένα με το άλλο· π.χ., το λύσιμο της θωράκισης του πηγουνιού είναι ικανό να προκαλέσει σπασμούς στους μυς των χειλιών, καθώς και τις σχετικές συγκινήσεις τού κλάματος και της επιθυμίας για θηλασμό. Παρομοίως, η έκλυση του αντανακλαστικού του εμετού είναι ικανή να κινητοποιήσει το στοματικό τμήμα.
Οι συγκινησιακοί τρόποι έκφρασης κλάματος, βίαιου δαγκώματος, κραυγής, θηλασμού, μορφασμών κάθε είδους σ’ αυτό το τμήμα εξαρτώνται από την ελεύθερη κινητικότητα του οπτικού τμήματος. Απελευθερώνοντας το αντανακλαστικό του εμετού, για παράδειγμα, δεν θα ελευθερωθεί μια καταπιεσμένη ορμή για κλάμα, αν η θωράκιση του οπτικού τμήματος δεν έχει ήδη διαλυθεί. Ακόμα και όταν τα δύο υψηλότερα ευρισκόμενα τμήματα θωράκισης έχουν διαλυθεί, μπορεί να είναι ακόμα δύσκολο ν’ απελευθερωθεί μια τάση για κλάμα, εφόσον το τρίτο και το τέταρτο χαμηλότερα ευρισκόμενα τμήματα, μέχρι τον θώρακα, είναι ακόμα σε κατάσταση σπαστικής σύσπασης. Αυτή η δυσκολία στην απελευθέρωση συγκινήσεων φωτίζει κάπως ένα υπερβολικής σπουδαιότητας γεγονός της βιοφυσικής:
1. Οι θωρακίσεις έχουν τμηματική, κυκλική δομή, διαταγμένη σε ορθή γωνία προς τη σπονδυλική στήλη.
2. Τα πρωτοπλασματικά ρεύματα και οι συγκινησιακές διεγέρσεις τις οποίες αναζωογονούμε, ρέουν παράλληλα με τον άξονα του σώματος.
Έτσι, η αναστολή της συγκινησιακής γλώσσας της έκφρασης λειτουργεί σε ορθή γωνία ως προς τη διεύθυνση του οργονοτικού ρεύματος.
Σε σχέση με το παραπάνω, δύο πράγματα έχουν σημασία: 1) τα οργονοτικά ρεύματα συγχωνεύονται στο αντανακλαστικό του οργασμού, μόνο όταν ο δρόμος τους κατά μήκος όλου του οργανισμού είναι ανεμπόδιστος· και 2) οι θωρακίσεις είναι διαταγμένες σε τμήματα κάθετα προς τη ροή των ρευμάτων. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι ο οργασμικός παλμός μπορεί να λειτουργήσει μόνο εφόσον όλα τα τμηματικά δακτυλίδια της θωράκισης έχουν χαλαρώσει. Είναι επίσης σαφές ότι οι αισθήσεις κάθε οργάνου του σώματος μπορούν να συγχωνευτούν σε μια αίσθηση ολοκλήρωσης μόνο εφόσον έχουν αρχίσει οι πρώτοι οργασμικοί σπασμοί. Αυτοί προαναγγέλλουν τη διάλυση της μυϊκής θωράκισης. Τα οργονοτικά ρεύματα που αναδύονται κατά τη διάλυση κάθε πρόσθετου δακτυλίου θωράκισης αποδεικνύεται ότι προσφέρουν τεράστια βοήθεια στο έργο της διάλυσης, ως σύνολο. Να τί συμβαίνει: η απελευθερωμένη σωματική ενέργεια προσπαθεί αυθόρμητα να ρεύσει κατά μήκος. Προσκρούει στις ακόμα ανεπίλυτες, κάθετες, συσπασμένες περιοχές και δίνει στον ασθενή την αλάθητη αίσθηση ενός «κόμπου», μια αίσθηση που ήταν πολύ αδύναμη ή τελείως απούσα όσο δεν υπήρχαν ελεύθερα πρωτοπλασματικά ρεύματα.
Η διεύθυνση των οργονοτικών ρευστών είναι κάθετη στα δακτυλίδια της θωράκισης.
Ο αναγνώστης σίγουρα καταλαβαίνει ότι αυτές οι διεργασίες αντιπροσωπεύουν πρωτογενείς λειτουργίες του πρωτοπλασματικού συστήματος. Δεν είναι απλώς βαθύτερες από κάθε είδους ανθρώπινη γλώσσα, αλλά και κεντρικές στη λειτουργία της ζωικής συσκευής. Είναι αρχέγονες, φυλογενετικές λειτουργίες. Στην τμηματική διάταξη της μυϊκής θωράκισης συναντάμε τον σκώληκα μέσα στον άνθρωπο.
Οι κινήσεις του δακτυλιοειδούς σκώληκα διέπονται από κύματα διέγερσης που το διατρέχουν από το άκρο της ουράς, κατά μήκος του άξονα του κορμού, προς το «κεφάλι». Τα κύματα αυτά μεταδίδονται συνεχώς από τμήμα σε τμήμα μέχρι να φτάσουν στο πρόσθιο άκρο. Στο οπίσθιο άκρο, το κάθε κύμα κίνησης ακολουθεί το άλλο στη διαδικασία της μετακίνησης. Στον σκώληκα, τα τμήματα εμφανίζουν ρυθμική και τακτική εναλλαγή συστολής και διαστολής. Στον σκώληκα και την κάμπια, η λειτουργία της μετακίνησης είναι αδιαχώριστα συνδεδεμένη με την πρωτοπλασματική κυματοειδή κίνηση. Το λογικό συμπέρασμα είναι ότι μέσω αυτών των κυματοειδών κινήσεων μεταδίδεται η βιολογική ενέργεια, διότι δεν μπορεί να συμβαίνει τίποτε άλλο. Αυτή η υπόθεση στηρίζεται και από παρατηρήσεις της εσωτερικής κίνησης των βιόντων. Η κυματοειδής κίνηση της οργόνης του σώματος είναι αργή και ως προς το τέμπο και την έκφραση, αντιστοιχεί, πλήρως στις συγκινησιακές διεγέρσεις, τις οποίες βιώνουμε υποκειμενικά με αναμφίβολα κυματοειδή τρόπο κατά τη λειτουργία της ηδονής.
Στους θωρακισμένους ανθρώπινους οργανισμούς, η οργονική ενέργεια είναι δεσμευμένη στη χρόνια σύσπαση των μυών. Η σωματική οργόνη δεν αρχίζει να ρέει ελεύθερα αμέσως μόλις χαλαρώσει ο δακτύλιος της θωράκισης. Η πρώτη αντίδραση είναι κλονικό τρέμουλο, μαζί με αίσθηση φαγούρας ή «μουδιάσματος». Κλινικά, αυτή η αντίδραση μαρτυράει ότι ο θώρακας υποχωρεί και η σωματική οργόνη ελευθερώνεται. Γνήσιες αισθήσεις κυμάτων πρωτοπλασματικής διέγερσης βιώνονται μόνο αφού έχει διαλυθεί μια ολόκληρη σειρά από τμήματα θωράκισης, π.χ. οι μυϊκοί κόμποι στις περιοχές των ματιών, του στόματος, του λαιμού, του στήθους και του διαφράγματος. Όταν επιτύχουμε αυτόν τον στόχο, στις απελευθερωμένες περιοχές του σώματος βιώνονται έκδηλοι κυματοειδείς παλμοί, οι οποίοι μετακινούνται επάνω προς το κεφάλι και κάτω προς τα γεννητικά όργανα. Πολύ συχνά ο οργανισμός αντιδρά σε αυτά τα αρχικά ρεύματα και παλμούς με καινούργιες θωρακίσεις. Σπασμοί στους βαθύτερους μυς του λαιμού, μια αντίστροφη περισταλτική κίνηση του οισοφάγου, τικ στο διάφραγμα, κ.λπ., πιστοποιούν τη μάχη που δίνεται μεταξύ της ώθησης των ρευμάτων και των κόμπων της θωράκισης. Επειδή έχει ελευθερωθεί περισσότερη οργονική ενέργεια από όση μπορεί να εκφορτίσει ο ασθενής και επιπλέον, επειδή οι σπασμοί εμποδίζουν το πρωτοπλασματικό ρεύμα σε πολυάριθμα σημεία του σώματος, ο ασθενής εκδηλώνει ισχυρό άγχος.
Αυτά τα φαινόμενα, που εύκολα μπορεί να προκαλέσει ένας οργονοθεραπευτής που διαθέτει πείρα και τεχνική ικανότητα, επιβεβαιώνουν τις αντιλήψεις της οργονοβιοφυσικής για την αντίθεση μεταξύ της συγκίνησης της ηδονής και της συγκίνησης του άγχους.[1] Σε αυτό το σημείο, όμως, πρέπει να ξεχωρίσω ένα νέο φαινόμενο, το οποίο μέχρι τώρα δεν έχει περιγραφεί αρκετά καθαρά.
Μόλις λυθούν οι πρώτοι κόμποι της θωράκισης, η κίνηση που εκφράζει «παράδοση» εμφανίζεται όλο και πιο συχνά, μαζί με τα οργονοτικά ρεύματα και αισθήσεις. Ωστόσο, το πλήρες ξεδίπλωμά της εμποδίζεται από εκείνους τούς κόμπους που δεν έχουν ακόμη λυθεί. Συνήθως φαίνεται σαν ο οργανισμός να ήθελε να ξεπεράσει αυτούς τούς άλυτους κόμπους της θωράκισης με τη βία. Η έκφραση της επερχόμενης παράδοσης μετατρέπεται σε μίσος. Αυτή η διαδικασία είναι τυπική και αξίζει ειδική προσοχή.
Όταν, για παράδειγμα, η θωράκιση της στοματικής ζώνης έχει χαλαρώσει αρκετά ώστε ν’ απελευθερωθεί μια καταπιεσμένη παρόρμηση για κλάμα, ενώ οι θωρακίσεις του λαιμού και του στήθους παραμένουν ακόμη άθικτες, παρατηρούμε ότι οι κατώτεροι μυς του προσώπου παίρνουν μια έκφραση σαν να θέλει το άτομο να κλάψει, αλλά δεν μπορεί. Η έκφραση να είσαι έτοιμος να κλάψεις μετατρέπεται σε έναν μορφασμό μίσους στη ζώνη του στόματος-πηγουνιού. Είναι έκφραση απόγνωσης, έντονης ματαίωσης. Όλο αυτό μπορεί να συνοψιστεί στον ακόλουθο κανόνα: ΑΜΕΣΩΣ ΜΟΛΙΣ Η ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΥ ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΦΡΑΧΤΕΙ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΚΟΜΠΟ ΘΩΡΑΚΙΣΗΣ, Η ΤΑΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΤΑΙ ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΗ ΟΡΓΗ. Θα χρειαστεί να επιστρέψω σε αυτήν τη μετατροπή μιας παρόρμησης, αφού περιγράψω τις εκδηλώσεις των άλλων τμημάτων θωράκισης.
Η θωράκιση του τρίτου τμήματος περιέχει ουσιαστικά τους βαθύτερους μυς του λαιμού, το μυώδες πλάτυσμα και τον στερνοκλειδομαστοειδή μυ. Ζητήστε από κάποιον να μιμηθεί την κίνηση που εκφράζει τη στάση θυμού ή κλάματος και δεν θα δυσκολευτεί να καταλάβει τη συγκινησιακή λειτουργία της θωράκισης του λαιμού. Η σπαστική σύσπαση του τμήματος του λαιμού συμπεριλαμβάνει επίσης και τη γλώσσα. Από την άποψη της ανατομίας, είναι ευνόητο. Οι μυς της γλώσσας συνδέονται με το σύστημα των αυχενικών οστών και όχι με τα οστά του κάτω μέρους του προσώπου. Αυτό εξηγεί γιατί οι σπασμοί στο μυϊκό σύστημα της γλώσσας συνδέονται λειτουργικά με την πίεση προς τα κάτω του μήλου του Αδάμ και τη σύσπαση του βαθύτερου και επιφανειακού μυϊκού συστήματος του λαιμού. Από την κίνηση του μήλου του Αδάμ, μπορεί κάποιος να πει πότε ο επερχόμενος θυμός ή η τάση για κλάμα ενός ασθενή ασυνείδητα και κυριολεκτικά «καταπίνεται». Είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξαλείψεις αυτήν τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για να καταπιέζει συγκινήσεις. Ενώ τα χέρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τούς επιφανειακούς μυς του λαιμού, αυτό δεν μπορεί να γίνει με τούς μυς του λάρυγγα. Ο καλύτερος τρόπος να εξαλείψεις την «κατάποση» των συγκινήσεων είναι να απελευθερώσεις το αντανακλαστικό του εμετού. Στο αντανακλαστικό αυτό, το κύμα διέγερσης στον οισοφάγο είναι το αντίστροφο του κύματος διέγερσης που δημιουργείται όταν «καταπίνεις» δάκρυα ή θυμό. Αν το αντανακλαστικό του εμετού αρχίσει να λειτουργεί ή ακόμα προχωρήσει τόσο πολύ, ώστε να προκαλεί εμετό στον ασθενή, τότε απελευθερώνονται οι συγκινήσεις που συγκρατούνται στη θωράκιση του λαιμού.
Σε αυτό το σημείο, η κατά μήκος πορεία της συγκινησιακής διέγερσης ξαναγίνεται σημαντική. Το αντανακλαστικό του εμετού συνοδεύεται από διαστολή του διαφράγματος, δηλαδή από άνοδο του διαφράγματος και εκπνοή. Η εργασία στη θωράκιση του λαιμού με τη βοήθειά του χαλαρώνει το τέταρτο και πέμπτο τμήμα της θωράκισης. Μ άλλα λόγια, δεν διαλύουμε τους δακτύλιους τον ένα μετά τον άλλο, με μηχανικό και άκαμπτο τρόπο. Δουλεύουμε μ’ ένα ολοκληρωμένο ζωτικό σύστημα, του οποίου η συνολική πρωτοπλασματική λειτουργία εμποδίζεται από κάθετα δακτυλίδια θωράκισης. Αλλά η διάλυση ενός τμήματος θωράκισης ελευθερώνει ενέργεια, που με τη σειρά της βοηθάει να κινητοποιήσουμε τους δακτυλίους σε υψηλότερα και χαμηλότερα επίπεδα. Γι’ αυτό δεν είναι δυνατόν να δώσουμε σαφή περιγραφή της κάθε διαδικασίας που εμπλέκεται στη διάλυση της μυϊκής θωράκισης.
Τώρα θέλω να στραφώ στο τέταρτο, το θωρακικό τμήμα. Ενώ αληθεύει ότι οι λειτουργίες της θωράκισης αυτού του τμήματος μπορούν να υποδιαιρεθούν, έχει πιο πολλά πλεονεκτήματα να θεωρήσουμε τον θώρακα ένα σύνολο.
Η θωράκιση του στήθους φαίνεται απ’ την ανύψωση της οστικής δομής, από τη χρόνια στάση εισπνοής, τη ρηχή αναπνοή και την ακινησία του θώρακα. Γνωρίζουμε ήδη ότι η στάση εισπνοής είναι το πιο σπουδαίο όργανο στην κατάπνιξη κάθε είδους συγκίνησης. Η θωράκιση του στήθους είναι ιδιαίτερα αποφασιστική, όχι μόνο επειδή αντιπροσωπεύει μεγάλο μέρος της θωράκισης του οργανισμού γενικότερα, αλλά διότι τα βιοπαθητικά συμπτώματα έχουν ιδιαίτερα επικίνδυνο χαρακτήρα σε αυτήν την περιοχή.
Όλοι οι μεσοπλεύριοι μυς, οι μεγάλοι μυς του στήθους (θωρακικοί), οι μυς των ώμων (δελτοειδείς) και η ομάδα των μυών επάνω από και ανάμεσα στις ωμοπλάτες εμπλέκονται στη θωράκιση του στήθους. Η στάση της «αυτοσυγκράτησης» ή του «αυτοελέγχου» ή του «κλεισίματος στον εαυτό», της «επιφυλακτικότητας», είναι οι κυριότερες εκδηλώσεις της. Οι τραβηγμένοι προς τα πίσω ώμοι δείχνουν ακριβώς αυτό, «συγκράτηση». Μαζί με τη θωράκιση του αυχένα, η θωράκιση του στήθους υποδηλώνει την έκφραση του καταπιεσμένου «πείσματος» και του «αγύριστου κεφαλιού». Όταν δεν έχουμε χρόνια θωράκιση, η έκφραση που υποδηλώνεται από την κίνηση του τέταρτου τμήματος είναι η «ελεύθερη ροή αισθημάτων». Όταν το τμήμα αυτό είναι θωρακισμένο, η έκφραση είναι «ακινησία» ή «αδιαφορία».
Η χρόνια διαστολή του θώρακα συνοδεύεται από μια τάση για υψηλή αρτηριακή πίεση, ταχυκαρδίες και άγχος· σε βαριές, μακρόχρονες περιπτώσεις, υπάρχει τάση για καρδιακή διάταση. Ποικίλες καρδιακές ανεπάρκειες είναι άμεσα αποτελέσματα αυτής της διαστολής ή έμμεσα αποτελέσματα του συνδρόμου του άγχους. Το πνευμονικό εμφύσημα είναι άμεσο αποτέλεσμα αυτής της χρόνιας διεύρυνσης της θωρακικής κοιλότητας. Τείνω να πιστέψω ότι η προδιάθεση στην πνευμονία και τη φυματίωση πρέπει να αναζητηθεί εδώ.
«Άγριος θυμός», «σπαρακτικό κλάμα», «κλάμα με λυγμούς» και «αβάσταχτη λαχτάρα» είναι ουσιαστικά συγκινήσεις που πηγάζουν από το τμήμα του στήθους. Αυτές οι φυσικές συγκινήσεις είναι άγνωστες στον θωρακισμένο οργανισμό. Ο θυμός ενός θωρακισμένου ατόμου είναι «παγωμένος»· περιφρονεί το κλάμα σαν «παιδικό», «γυναικείο» και «έλλειψη χαρακτήρα»· θεωρεί τη λαχτάρα «θηλυπρεπή», ένδειξη «αδύναμου χαρακτήρα».
Οι περισσότερες απ’ τις συγκινησιακές εκφραστικές κινήσεις των χεριών και των μπράτσων πηγάζουν επίσης από τις πρωτοπλασματικές συγκινήσεις των οργάνων του στήθους. Σύμφωνα με τη βιοφυσική, αυτά τα άκρα είναι προεκτάσεις του τμήματος του στήθους. Στον καλλιτέχνη, που είναι ικανός να εκφράσει ελεύθερα τους πόθους του, η συγκίνηση του στήθους προεκτείνεται άμεσα στις τελείως συγχρονισμένες συγκινήσεις και εκφραστικές κινήσεις των μπράτσων και των χεριών. Αυτό ισχύει και για τον βιρτουόζο του βιολιού και του πιάνου, καθώς και τον ζωγράφο. Στον χορό, οι ουσιαστικές εκφραστικές κινήσεις πηγάζουν απ’ τον οργανισμό ως σύνολο.
Η «αδεξιότητα» στα χέρια και πιθανώς ένα μέρος από την έλλειψη μουσικού αυτιού οφείλεται επίσης στη θωράκιση του στήθους. Είναι, επίσης, κατά μεγάλο μέρος υπεύθυνη για την έκφραση της «σκληρότητας» και του «απρόσιτου». Στους μορφωμένους κύκλους της Ευρώπης και, μ’ έναν ιδιαίτερα έκδηλο τρόπο στους «υψηλούς κύκλους» της Ασίας, ολοκληρωτική θωράκιση στο κεφάλι, το στήθος και το λαιμό φοράει στον οργανισμό το σημάδι της «αριστοκρατίας». Τα ιδανικά του «σταθερού χαρακτήρα», της «υπεροψίας», της «αποστασιοποίησης», του «μεγαλείου» και του «ελέγχου» αντιστοιχούν σ’ αυτό. Ο μιλιταρισμός σ’ όλο τον κόσμο χρησιμοποιεί την έκφραση που ενσωματώνεται στη θωράκιση του στήθους, του λαιμού, και της κεφαλής, για να τονίσει την «απρόσιτη αξιοπρέπεια». Είναι σαφές ότι αυτές οι συμπεριφορές βασίζονται στη θωράκιση και όχι το αντίθετο.
Σε μερικούς ασθενείς βρίσκουμε μια σειρά από αλληλένδετα προβλήματα της ζωής, που έχουν τις ρίζες τους στη θωράκιση του στήθους. Τυπικά, αυτοί οι ασθενείς παραπονούνται για έναν «κόμπο» στο στήθος. Αυτή η αίσθηση των οργάνων μάς κάνει να πιστεύουμε ότι ο οισοφάγος (όπως στον «υστερικό κόμπο» ο φάρυγγας) είναι σπαστικός. Είναι δύσκολο να πούμε αν συμμετέχει και η τραχεία, αλλά είναι πολύ πιθανόν. Στη διαδικασία της διάλυσης του εσωτερικού αυτού «κόμπου» μαθαίνουμε ότι η οργή και το άγχος δεσμεύονται εκεί. Για να λύσεις αυτόν τον «κόμπο» στο στήθος συχνά είναι αναγκαίο να πιέσεις τη θωρακική κοιλότητα προς τα κάτω και ταυτοχρόνως να βάλεις τον ασθενή να ουρλιάξει. Η αναστολή των εσωτερικών οργάνων του στήθους συνήθως συνεπάγεται αναστολή εκείνων των κινήσεων των χεριών που εκφράζουν «επιθυμία», «αγκάλιασμα» ή «προσπάθεια να φτάσεις κάτι». Δεν είναι ότι αυτοί οι ασθενείς είναι ανάπηροι κατά κάποιο μηχανικό τρόπο. Μπορούν να κινήσουν τα χέρια τους αρκετά καλά. Ωστόσο, μόλις η κίνηση των χεριών συνδεθεί με την κίνηση που εκφράζει πόθο η επιθυμία, μπαίνει σε δράση η αναστολή. Μερικές φορές η αναστολή είναι τόσο ισχυρή που τα χέρια και ιδιαίτερα οι άκρες των δακτύλων χάνουν την οργονοτική τους φόρτιση, γίνονται κρύα και υγρά και, ορισμένες φορές, πονούν έντονα. Είναι πολύ πιθανό ότι η γάγγραινα στις άκρες των δακτύλων, στη νόσο του Raynaud, βασίζεται σε αυτήν την ειδική ανοργονία. Σε πολλές περιπτώσεις είναι απλώς μια παρόρμηση να στραγγαλίσεις, θωρακισμένη μέσα στις ωμοπλάτες και στα χέρια, και ευθύνεται για αγγειοκινητική σύσπαση στις άκρες των δακτύλων.
Βρίσκουμε ότι η ζωή τέτοιων ασθενών διέπεται από γενική αναστολή της πρωτοβουλίας και από διαταραχές στην εργασία τους, που οφείλονται στην ανικανότητά τους να χρησιμοποιήσουν ελεύθερα τα χέρια τους. Μερικές φορές η θωράκιση της θωρακικής κοιλότητας στις γυναίκες συμβαδίζει με μια έλλειψη ευαισθησίας στις ρώγες. Διαταραχές στη σεξουαλική ικανοποίηση και αποστροφή για τον θηλασμό είναι άμεσα αποτελέσματα αυτής της θωράκισης.
Ανάμεσα στις ωμοπλάτες υπάρχουν δυο συστήματα μυών πονούν, στην περιοχή του τραπεζίου μυός. Η θωράκισή τους δημιουργεί την εντύπωση μιας καταπιεσμένης απειθαρχίας, η οποία, μαζί με τους τραβηγμένους προς τα πίσω ώμους, μπορεί να περιγράφει με τις λέξεις «δεν θα».
Όταν το στήθος είναι θωρακισμένο, οι μεσοπλεύριοι μυς παρουσιάζουν αυξημένη ευαισθησία στο γαργάλημα. Το γεγονός ότι η ευαισθησία αυτή δεν εκφράζει το «απλώς δεν θέλω να με γαργαλάνε», αλλά είναι μια βιοπαθητική αύξηση της διεγερσιμότητας, φαίνεται από το γεγονός ότι εξαφανίζεται μόλις διαλυθεί η θωράκιση του στήθους. Σε μια συγκεκριμένη περίπτωση η απρόσιτη χαρακτηρολογική στάση είχε ουσιαστικά μια λειτουργία και συγκεκριμένα την εξής: «Μην μ’ αγγίζετε! Γαργαλιέμαι».
Πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι δεν έχω πρόθεση να γελοιοποιήσω αυτές τις στάσεις του χαρακτήρα. Απλώς τις βλέπω όπως είναι, δηλαδή, όχι ως ενσάρκωση «ανωτέρων» και «ευγενέστερων» γνωρισμάτων του χαρακτήρα, αλλά ως εκφράσεις βιοφυσικών καταστάσεων. Ένας στρατηγός μπορεί να είναι ένα πρόσωπο «υψηλής περιωπής», αλλά μπορεί και όχι. Δεν θέλουμε ούτε να τον δοξάσουμε αλλά ούτε και να τον κατακρίνουμε. Δεν θα στερηθούμε, όμως, το δικαίωμα να τον δούμε σαν ζώο, που έχει ειδικού τύπου θωράκιση. Δεν θα με πείραζε αν κάποιος άλλος επιστήμονας θα ήθελε να μειώσει τη δίψα μου για γνώση της βιολογικής λειτουργίας παρομοιάζοντάς με με ένα κουτάβι, που γυρνάει γύρω-γύρω μυρίζοντας το καθετί. Πραγματικά, θα με έκανε ευτυχισμένο να συγκριθώ μ’ ένα βιολογικά ζωντανό και αξιαγάπητο κουτάβι. Δεν επιθυμώ να διαχωρίσω τον εαυτό μου απ’ το ζώο.
Πρέπει να καταλάβουμε ένα πράγμα: είναι αδύνατον να διανοηθούμε ότι θα εδραιώσουμε την οργασμική ικανότητα, αν δεν διαλύσουμε πρώτα τη θωράκιση του στήθους και δεν απελευθερωθούν οι συγκινήσεις της οργής, του πόθου και της γνήσιας λύπης. Ουσιαστικά, η λειτουργία της παράδοσης συνδέεται με την πρωτοπλασματική κίνηση των τμημάτων του στήθους και του αυχένα. Ακόμα κι αν ήταν δυνατόν να κινητοποιήσουμε ανεξάρτητα το τμήμα της λεκάνης, το κεφάλι αυτόματα θα ωθούνταν μπροστά σε πεισματική άμυνα, αντί να πάει προς τα πίσω, μόλις γινόταν αντιληπτή και η παραμικρή αίσθηση ηδονής στη λεκάνη.
Έχω ήδη δείξει ότι η θωράκιση του στήθους αποτελεί κεντρικό μέρος της μυϊκής θωράκισης γενικότερα. Ιστορικά, μπορεί ν’ αναζητηθεί στα πιο σημαντικά και με έντονες συγκρούσεις σημεία καμπής της παιδικής ζωής, ίσως αρκετά πριν την ανάπτυξη της θωράκισης της λεκάνης. Έτσι, δεν πρέπει να μας καταπλήσσει το γεγονός ότι βρίσκουμε, στην πορεία της διάλυσης της θωράκισης του στήθους, αναμνήσεις τραυματικών κακομεταχειρίσεων κάθε είδους, ματαιώσεων της αγάπης και απογοητεύσεων απ’ το άτομο που είναι υπεύθυνο για την ανατροφή του παιδιού. Έχω επίσης εξηγήσει για ποιο λόγο η ανάκληση τραυματικών εμπειριών δεν είναι αναγκαία για την οργονοθεραπεία. Εξυπηρετεί πολύ λίγα πράγματα, εκτός κι αν συνοδεύεται από αντίστοιχες συγκινήσεις. Η συγκίνηση που εκφράζεται στην κίνηση είναι περισσότερο από αρκετή για να κάνει κατανοητές τις δυστυχίες του ασθενή και εντελώς άσχετη απ’ το γεγονός ότι οι αναμνήσεις θα αναδυθούν από μόνες τους αν ο θεραπευτής εργαστεί σωστά. Αυτό που παραμένει αινιγματικό είναι πώς οι λειτουργίες των ασυνείδητων εγγραφών μπορούν να εξαρτώνται απ’ την κατάσταση της πρωτοπλασματικής διέγερσης, πώς οι αναμνήσεις μπορούν να διατηρούνται, σαν να λέμε, στη μνήμη του πρωτοπλάσματος.
Ας προχωρήσουμε τώρα στο πέμπτο, το διαφραγματικό τμήμα. Το τμήμα που περιέχει το διάφραγμα και τα όργανα που βρίσκονται από κάτω του, σύμφωνα με τη λειτουργία του, είναι ανεξάρτητο απ’ το τμήμα του στήθους. Αυτό προκύπτει απ’ το γεγονός ότι ακόμη και μετά τη λύση της θωράκισης του στήθους και το ξέσπασμα της οργής και των δακρύων, η διαφραγματική θωράκιση παραμένει ανεπηρέαστη. Είναι εύκολο να παρατηρήσεις την ακινησία του διαφράγματος με ένα ακτινοσκοπικό μηχάνημα.[2] Ενώ αληθεύει ότι, με την εξαναγκασμένη αναπνοή, το διάφραγμα κινείται καλύτερα παρά πριν τη λύση της θωράκισης του στήθους, αληθεύει επίσης και ότι, μέχρι να εξαλειφθεί η διαφραγματική θωράκιση, δεν υπάρχει αυθόρμητος διαφραγματικός παλμός. Έτσι υπάρχουν δύο στάδια στη διάλυση της διαφραγματικής θωράκισης.
Στη διαδικασία της διάλυσης της θωράκισης του στήθους, βάζουμε τον ασθενή να αναπνέει εκούσια και βαθιά. Αυτό κάνει το διάφραγμα να κινείται πιο πλατιά αλλά όχι αυθόρμητα. Μόλις σταματήσει αυτή η εκούσια αναπνοή, η κίνηση του διαφράγματος και, μαζί μ’ αυτήν, η αναπνευστική κίνηση της θωρακικής κοιλότητας σταματάει. Πρέπει να εξάγουμε την εκφραστική κίνηση απ’ τη διαφραγματική θωράκιση, για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στο δεύτερο βήμα του αυθόρμητου διαφραγματικού παλμού. Αυτή είναι μια νέα επιβεβαίωση του γεγονότος ότι οι μηχανικοί τρόποι είναι άχρηστοι στην επανενεργοποίηση των βιολογικών συγκινησιακών λειτουργιών. Μόνο μέσω των βιολογικών εκφραστικών κινήσεων μπορούμε να χαλαρώσουμε τους δακτυλίους της θωράκισης.
Το πέμπτο τμήμα θωράκισης σχηματίζει έναν δακτύλιο σύσπασης, που εκτείνεται εμπρός πάνω από το επιγάστριο, το κάτω μέρος του στέρνου, πίσω κατά μήκος των κατώτερων πλευρών, προς της οπίσθιες καταφύσεις του διαφράγματος, δηλαδή, στο δέκατο, ενδέκατο και δωδέκατο θωρακικό σπόνδυλο. Ουσιαστικά, περιλαμβάνει το διάφραγμα, το στομάχι, το ηλιακό πλέγμα, καθώς και το πάγκρεας που βρίσκεται μπροστά του, το συκώτι και δύο προεξέχουσες μυϊκές δέσμες, που εκτείνονται κατά μήκος των κατώτερων θωρακικών σπονδύλων.
Η εμφανής εκδήλωση αυτού του δακτυλίου είναι η λόρδωση της σπονδυλικής στήλης. Συνήθως, ο θεραπευτής μπορεί να σπρώξει το χέρι του μεταξύ της πλάτης του ασθενή και του ντιβανιού. Το χείλος των μπροστινών κάτω πλευρών είναι προταγμένο προς τα εμπρός και προεξέχει. Είναι δύσκολο ή τελείως αδύνατο να λυγίσει η σπονδυλική στήλη προς τα εμπρός. Στην ακτινοσκόπηση μπορούμε να δούμε ότι το διάφραγμα είναι ακίνητο υπό συνηθισμένες συνθήκες και κινείται λίγο, μόνο κατά την εξαναγκασμένη αναπνοή. Αν ζητήσουμε από τον ασθενή να αναπνεύσει συνειδητά, αυτός πάντοτε θα εισπνεύει. Η εκπνοή ως αυθόρμητη πράξη τού είναι ξένη. Αν του ζητηθεί να εκπνεύσει, χρειάζεται να καταβάλει αξιοσημείωτη προσπάθεια. Αν καταφέρει να εκπνεύσει λιγάκι, το σώμα του αυτομάτως παίρνει μια στάση που παρεμποδίζει την εκπνοή. Το κεφάλι κινείται προς τα μπρος ή οι μυς του στοματικού δακτυλίου θωράκισης συστέλλονται ακόμα περισσότερο. Οι ωμοπλάτες τραβιούνται προς τα πίσω και τα χέρια πιέζονται σφιχτά στο πάνω μέρος του σώματος. Οι μυς της λεκάνης είναι σφιγμένοι και η πλάτη κυρτώνεται άκαμπτα.
Ο διαφραγματικός κόμπος είναι ο κεντρικός μηχανισμός αυτής της περιοχής. Έτσι, η καταστροφή αυτής της θωράκισης είναι ένας από τούς κεντρικούς στόχους της θεραπείας.
Η διάλυση της θωράκισης του διαφραγματικού τμήματος περιλαμβάνει το ξεπέρασμα πολλών δυσκολιών. Γιατί συμβαίνει αυτό; Το μήνυμα της έκφρασης του σώματος που αντιτίθεται σ’ αυτήν την εργασία είναι πεντακάθαρο, παρόλο που ο ασθενής δεν έχει ιδέα γι’ αυτό: ο οργανισμός αρνείται στο διάφραγμά του να διασταλεί και να συσταλεί ελεύθερα. Ωστόσο, αν τα ανώτερα τμήματα έχουν διαλυθεί κατάλληλα, μπορεί να είναι απλώς ζήτημα χρόνου πότε θα διαλυθεί η θωράκιση του διαφράγματος. Παραδείγματος χάρη, εξαναγκασμένη αναπνοή στο τμήμα του στήθους ή συνεχής έκλυση του αντανακλαστικού του εμετού μπορεί να ωθήσει τον οργανισμό προς τον οργασμικό παλμό. Ο ερεθισμός των μυών των ώμων με τσιμπήματα μπορεί να έχει το ίδιο αποτέλεσμα.
Θεωρητικά, καταλαβαίνουμε γιατί είναι τόσο δυνατή η αντίσταση στον πλήρη παλμό του διαφράγματος: ο οργανισμός αμύνεται ενάντια στην αίσθηση της ηδονής ή του άγχους που αναπόφευκτα συνεπάγεται η διαφραγματική κίνηση. Ωστόσο, δεν μπορούμε να υποκριθούμε ότι αυτή η πρόταση προσφέρει κάτι περισσότερο από μια ορθολογίστικη και ψυχολογίστικη εξήγηση. Μια τέτοια εξήγηση προϋποθέτει ότι ο οργανισμός «σκέφτεται» και «εξετάζει» λογικά, κάπως έτσι: «Αυτός ο λεπτολόγος γιατρός απαιτεί να αφήσω το διάφραγμά μου να διασταλεί και να συσταλεί ελεύθερα. Αν συνεργαστώ, θα νιώσω τις αισθήσεις του άγχους και της ηδονής που ένιωθα όταν οι γονείς μου με τιμωρούσαν επειδή απολάμβανα το κορμί μου. Εγώ έχω πιά συμφιλιωθεί με την κατάσταση ως έχει. Έτσι, δεν θα συνεργαστώ».
Ο ζωντανός οργανισμός ούτε σκέφτεται ούτε εξετάζει με ορθολογικό τρόπο. Δεν ξεχνάει ή θυμάται να κάνει πράγματα «με σκοπό να…». Ο ζωντανός οργανισμός λειτουργεί σε αρμονία με τις πρωτογενείς πρωτοπλασματικές συγκινήσεις, που λειτουργία τους είναι να ικανοποιήσουν τις βιολογικές πιέσεις και ανάγκες. Είναι απλώς αδύνατον να μεταφράσεις τη γλώσσα του ζωντανού οργανισμού απευθείας στη λεκτική γλώσσα της συνείδησης. Είναι εξαιρετικά σπουδαίο να το κατανοήσουμε αυτό, διότι η ορθολογιστική σκέψη, που έχει διαμορφώσει τον μηχανιστικό πολιτισμό του ανθρώπου, είναι ικανή να ισοπεδώσει και να εξοντώσει τη γνώση που αποκτήσαμε για τη θεμελιακά διαφορετική γλώσσα του ζωντανού οργανισμού.
Θα ήθελα να παραθέσω μια ιδιαίτερα σαφή κλινική περίπτωση, για να απεικονίσω τον νεωτερισμό των φαινομένων, που εμπλέκονται εδώ.
Από έναν ασθενή που είχε αξιόλογη διανοητική κατανόηση της οργονοθεραπείας και είχε ήδη πετύχει να διαλύσει ένα μεγάλο μέρος της ανώτερης θωράκισης του σώματός του, ζητήθηκε να καταβάλει προσπάθεια για να διαλύσει τη διαφραγματική του θωράκιση. Είμασταν σε πλήρη συμφωνία για την κατάσταση. Τόσο στη συζήτηση γι’ αυτήν αλλά και στην προσπάθεια να εκτελέσει αυτό που του ζητήθηκε, ο ασθενής είχε θετική στάση. Ωστόσο, μόλις δημιουργήθηκε ένα μικρό ρήγμα στον τοίχο της διαφραγματικής θωράκισης, ο κορμός του ασθενή, από το διάφραγμα μέχρι κάτω τη λεκάνη, άρχισε να τινάζεται δεξιά-αριστερά. Αυτό, ήταν ένα αίνιγμα. Χρειάστηκε αξιόλογη προσπάθεια για να καταλάβουμε τι προσπαθούσε να εκφράσει αυτή η κίνηση.
Με την δεξιά-αριστερά κίνησή του, το κατώτερο μέρος του κορμού έκφραζε ένα αποφασιστικό ΟΧΙ. Αρκεί μόνο να κουνήσει κάποιος το δεξί του χέρι από τη μια πλευρά στην άλλη, έτσι σαν να λέει «ΟΧΙ-ΟΧΙ», για να καταλάβει την εκφραστική κίνηση που αντιμετωπίζαμε.
Από ψυχολογιστική, ή πιο σωστά, μυστικιστική άποψη, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι το πρωτοπλασματικό σύστημα, πέρα απ’ τη λεκτική γλώσσα, έκφρασε ένα κάθετο ΟΧΙ σε μια υποχρέωση που ανελάμβαναν «ο φλοιός» και η λεκτική γλώσσα. Μια τέτοια ερμηνεία των πραγμάτων θα ήταν λανθασμένη και δεν θα οδηγούσε ούτε ένα βήμα πιο κοντά στην κατανόηση του ζωντανού οργανισμού και της εκφραστικής του γλώσσας. Ο κορμός και η λεκάνη του ασθενή δεν «συσκέφθηκαν» για την απαίτηση που τέθηκε στον οργανισμό. Δεν «αποφάσισαν» να αρνηθούν τη συνεργασία τους. Εδώ εμπλέκεται μια διαφορετική διαδικασία, κάτι που ταιριάζει περισσότερο με την εκφραστική γλώσσα του ζωντανού.
Όπως δείξαμε, οι πρωτοπλασματικές κινήσεις ενός σκώληκα γίνονται σε ευθεία γραμμή, κατά μήκος του άξονα του σώματος. Όταν τα οργονοτικά κύματα διέγερσης κινούν το κορμί του σκώληκα προς τα εμπρός, έχουμε την «εντύπωση» ότι τον σκώληκα ενεργεί σκόπιμα, δηλαδή, «βουλητικά». Η εκφραστική κίνηση του ζωντανού οργανισμού του σκώληκα μπορεί να μεταφραστεί σε λέξεις της δικής μας γλώσσας, που σημαίνουν «θέλοντας να», «λέγοντας ναι, σε», κ.λπ. Αν τώρα πάρουμε μια τανάλια και σφίξουμε τον σκώληκα κάπου γύρω στη μέση του σώματός του, έτσι ώστε η οργονοτική διέγερση να διακοπεί σαν από έναν κόμπο θωράκισης, η ενιαία σκόπιμη κίνηση προς τα εμπρός και, μαζί της, η εκφραστική κίνηση του «θέλοντας να» και «λέγοντας ναι, σε», θα πάψουν προς στιγμή να λειτουργούν. Και αντικαθίστανται από μια άλλη κίνηση, το τίναγμα δεξιά-αριστερά, του κάτω ή του πίσω άκρου του σώματος, ενώ το μπροστινό μέρος θα τραβηχτεί προς τα μέσα. Η στιγμιαία εντύπωση που υποδηλώνεται από αυτήν την παλινδρομική δεξιά-αριστερά κίνηση του σώματος, είναι μια έκφραση πόνου ή ένα κάθετο: «Όχι, μην το κάνεις αυτό. Δεν το αντέχω». Δεν ξεχνάμε ότι μιλάμε για την εντύπωσή μας εδώ, δηλαδή μια ερμηνεία την όποια βιώνουμε αμέσως καθώς παρατηρούμε τον σκώληκα. Όμως, θα αντιδρούσαμε ακριβώς σαν τον σκώληκα αν κάποιος μας έπιανε με μια τεράστια τσιμπίδα από τον κορμό μας. Αυτόματα θα τραβούσαμε το κεφάλι και τούς ώμους μέσα και θα παλεύαμε τινάζοντας τη λεκάνη και τα πόδια μας δεξιά-αριστερά.
Αυτή η κατανόηση της διεργασίας δεν σημαίνει ότι τα βάζουμε με τους υποκειμενιστές, που ισχυρίζονται ότι δεν αντιλαμβανόμαστε «τίποτε άλλο από τις δικές μας αισθήσεις» και ότι αυτές οι αισθήσεις δεν αντιστοιχούν σε καμία πραγματικότητα. Βασικά, καθετί που ζει είναι λειτουργικά ταυτόσημο. Και τούτο συνεπάγεται ότι οι αντιδράσεις του σκώληκα στην τανάλια είναι ταυτόσημες με τις δικές μας όταν βρισκόμαστε σε παρόμοια κατάσταση. Οι αντιδράσεις πόνου και η προσπάθεια να αποφύγουμε τον πόνο είναι ίδιες. Η λειτουργική ταυτότητα μεταξύ ανθρώπου και σκώληκα μας κάνει να «εντυπωσιαστούμε», με την ορθή, αντικειμενικά αληθινή έννοια της λέξης, από την εκφραστική κίνηση του σκώληκα που σπαρταράει. Μάλιστα, η φανερή έκφραση του σκώληκα υποδηλώνει αυτό που αισθανόμαστε μέσα από την ταύτιση μαζί του. Αλλά δεν αισθανόμαστε κατευθείαν τον πόνο του σκώληκα και το «όχι!» που φωνάζει. Αντιλαμβανόμαστε απλώς μα εκφραστική κίνηση που, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, θα ήταν ταυτόσημη με την εκφραστική κίνηση του δικού μας πρωτοπλασματικού συστήματος στην ίδια οδυνηρή κατάσταση.
Το συμπέρασμα που βγαίνει απ’ αυτό είναι ότι καταλαβαίνουμε τις εκφραστικές κινήσεις και τις συγκινησιακές εκφράσεις ενός άλλου ζωντανού οργανισμού με βάση την ταύτιση των δικών μας συγκινήσεων με τις συγκινήσεις όλων των έμβιων όντων.
Έχουμε άμεση αντίληψη της γλώσσας των ζωντανών οργανισμών βασισμένη στη λειτουργική ταυτότητα των βιολογικών συγκινήσεων. Αφού κατανοήσουμε αυτήν την αντίληψη με βάση τη βιολογική γλώσσα της έκφρασης, τη βάζουμε «σε λέξεις»: τη μεταφράζουμε στη λεκτική γλώσσα της συνείδησης. Ωστόσο, η λέξη «όχι» έχει στην πραγματικότητα τόση (ή τόσο λίγη) σχέση με τη γλώσσα της έκφρασης του ζωντανού οργανισμού, όσο και η λέξη «γάτα» με την πραγματική, με σάρκα και οστά γάτα που περνάει το δρόμο μπρος στα μάτια μας. Στην πραγματικότητα, η λέξη «γάτα» και το συγκεκριμένο οργονοτικό πρωτοπλασματικό σύστημα, που κινείται εδώ μπροστά μας, δεν έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους. Όπως μαρτυράνε οι ποικίλες απεικονίσεις του φαινομένου «γάτα», είναι μη αυστηρές έννοιες που αλληλοαντικαθίστανται και προσαρτώνται στα πραγματικά φαινόμενα, κινήσεις, συγκινήσεις, κ.λπ.
Αυτές οι παρατηρήσεις θυμίζουν τη διαφορά μεταξύ «υψηλής» και «χαμηλής» διανόησης στη φυσική φιλοσοφία. Ο κοινός άνθρωπος δεν ενδιαφέρεται για τη φυσική φιλοσοφία, γι’ αυτό θα παραμερίσει αυτό το βιβλίο επειδή «δεν στηρίζεται στα γερά θεμέλια της πραγματικότητας». Ο αναγνώστης που επιδοκιμάζει αυτήν τη σκέψη κάνει λάθος. Θα δείξω στις ακόλουθες σελίδες πόσο σπουδαίο είναι να σκέφτεσαι σωστά και να χρησιμοποιείς τις έννοιες και τις λέξεις όπως αρμόζει. Θα φανεί τότε ότι ένας ολόκληρος κόσμος από μηχανιστικά προσανατολισμένους βιολόγους, φυσικούς, μικροβιολόγους, κ.λπ., πίστευαν πραγματικά, από το 1936 μέχρι το 1945 —δηλαδή, την περίοδο που ανακαλύπτονταν οι λειτουργίες του ζωντανού οργανισμού — ότι αυτό που κουνιόταν στο δρόμο ήταν η λέξη «γάτα» και όχι ένα πολύπλοκο ζωντανό δημιούργημα της φύσης.
Ας γυρίσουμε στην «όχι-όχι» κίνηση του ασθενή μας. Η σημασία της είναι: όταν ένα πρωτοπλασματικό ρεύμα δεν μπορεί να τρέξει κατά μήκος του σώματος απ’ τη μια άκρη στην άλλη, επειδή φράζεται από κάθετους κόμπους θωράκισης, τότε έχουμε σαν αποτέλεσμα μια δεξιά-αριστερά κίνηση που, σε δεύτερο πλάνο, σημαίνει ΟΧΙ στη γλώσσα των λέξεων.
Το «όχι» στη γλώσσα των λέξεων αντιστοιχεί στο «όχι» της εκφραστικής γλώσσας του ζωντανού οργανισμού. Δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στην τύχη ότι το «όχι» εκφράζεται με οριζόντια κίνηση της κεφαλής, ενώ το «ναι» εκφράζεται με κατακόρυφη κίνηση. Το «όχι-όχι» του ασθενή μας, που εκφράστηκε με το τίναγμα της λεκάνης δεξιά-αριστερά, εξαφανίστηκε μόνο αφού λύθηκε ο κόμπος του διαφράγματος. Και επανεμφανιζόταν τακτικά, όταν επέστρεφε ο κόμπος.
Αυτά τα γεγονότα έχουν υπέρτατη σημασία για την κατανόηση της γλώσσας του σώματος. Η γενική συμπεριφορά του ασθενή μας απέναντι στη ζωή, είχε επίσης αρνητική φύση. Το «όχι» ήταν η βασική στάση του χαρακτήρα του. Παρόλο που υπέφερε και πολεμούσε ενάντια σ’ αυτήν τη στάση του χαρακτήρα του, δεν μπορούσε να ξεφύγει απ’ αυτήν, άσχετα με το πόσο πολύ συνειδητά και διανοητικά ήθελε να πει ΝΑΙ, να είναι θετικός, ο χαρακτήρας του συνεχώς έκφραζε ΟΧΙ. Οι ιστορικές και οι βιοφυσιολογικές λειτουργίες αυτού του «όχι» από τη μεριά του χαρακτήρα του ήταν εύκολο να κατανοηθούν. Όπως σε τόσα μικρά παιδιά, η πολύ ψυχαναγκαστική μητέρα του, του έκανε συνεχώς κλύσματα. Όπως και τα άλλα παιδιά, είχε κι αυτός υποταχτεί σε αυτό το έγκλημα με τρόμο και εσωτερική οργή. Για να μειώσει την έκταση της οργής του και για να υπομείνει τη βία της μητέρας του, «συγκρατούσε τον εαυτό του», έσφιγγε το έδαφος της λεκάνης του, περιόριζε τρομερά την αναπνοή του, και γενικά ανέπτυξε τη σωματική συμπεριφορά τού «όχι-όχι». Καθετί που ήταν ζωντανό μέσα του ήθελε (αλλά δεν του επιτρεπόταν) να κραυγάσει «όχι-όχι» σε εκείνη τη βία και το αποτέλεσμα ήταν να βγει από εκείνη την εμπειρία σημαδεμένος για πάντα. Από τότε, η εμφανής έκφραση του ζωικού του συστήματος έγινε η θεμελιώδης άρνηση προς οποιονδήποτε και οτιδήποτε. Και παρόλο που αυτή η αρνητική στάση του χαρακτήρα έκφραζε ένα βαρύ σύμπτωμα, ήταν, ταυτοχρόνως, η έκφραση μιας ισχυρής αυτοάμυνας, που αρχικά ήταν ορθολογική και δικαιολογημένη. Αλλά αυτή η αυτοάμυνα, που είχε λογικά ελατήρια στην αρχή, πήρε τη μορφή μιας χρόνιας θωράκισης, που τον απέκλειε άκαμπτα από το καθετί γύρω του.
Έχω εξηγήσει αλλού ότι μια παιδική εμπειρία είναι ικανή να έχει «επίδραση απ’ το παρελθόν» μόνο στο μέτρο που αγκυρώνεται σε μια άκαμπτη θωράκιση, η οποία συνεχίζει να λειτουργεί στο παρόν. Στον ασθενή μας, το αρχικό, με λογικά κίνητρα «όχι-όχι», στο πέρασμα των χρόνων, είχε μεταβληθεί σε ένα νευρωτικό και παράλογο «όχι-όχι». Είχε, με άλλα λόγια, ενσωματωθεί σε μια χρόνια θωράκιση του χαρακτήρα, που ήταν υπεύθυνη για τη διατήρηση και την έκφρασή του. Η έκφραση του «όχι-όχι» εξαφανίστηκε με τη διάλυση της θωράκισης απ’ τη θεραπεία. Έτσι, το ιστορικό συμβάν, η επίθεση της μητέρας, έχασε την παθολογική σημασία του.
Από τη σκοπιά της ψυχολογίας του βάθους, είναι σωστό να πούμε ότι, σε αυτόν τον ασθενή, το συναισθηματικό ισοδύναμο της άμυνας, του «κραυγάζω όχι, σε» ήταν «καλά καταχωνιασμένο». Από την άλλη μεριά, όμως, ιδωμένο από την προοπτική του βιολογικού πυρήνα, δεν ήταν ζήτημα ενός καλά καταχωνιασμένου «ΟΧΙ-ΟΧΙ», αλλά της ανικανότητας του οργανισμού να πει ΝΑΙ. Μια θετική, καταφατική στάση προς τη ζωή είναι δυνατή μόνο όταν οι λειτουργίες του οργανισμού ως σύνολο, όταν οι πρωτοπλασματικές διεγέρσεις, μαζί με τις συγκινήσεις που τις συνοδεύουν, μπορούν να διαπεράσουν όλα τα όργανα και τούς ιστούς χωρίς εμπόδια, όταν, με λίγα λόγια, οι εκφραστικές κινήσεις του πρωτοπλάσματος είναι ικανές να ρέουν ελεύθερα.
Ακόμα και ένας κόμπος θωράκισης αν φράξει αυτήν τη λειτουργία, η εκφραστική κίνηση της κατάφασης διαταράσσεται. Τότε τα παιδιά δεν μπορούν να βυθιστούν εντελώς ξένοιαστα στα παιχνίδια τους, οι νέοι αποτυχαίνουν στη δουλειά τους η στο σχολείο, οι ενήλικοι λειτουργούν σαν οχήματα με το φρένο κινδύνου συνεχώς σε λειτουργία. Ο παρατηρητής, ο δάσκαλος, ή ο τεχνικός προϊστάμενος έχει την «εντύπωση» ότι το άτομο είναι τεμπέλικο, δύστροπο ή ανίκανο. Ο «μπλοκαρισμένος» άνθρωπος αισθάνεται αποτυχημένος, «όσο σκληρά κι αν προσπαθεί». Αυτή η διεργασία μπορεί να μεταφραστεί στη γλώσσα του ζωντανού οργανισμού: ο οργανισμός πάντοτε ξεκινά λειτουργώντας με βιολογικά σωστό τρόπο, ρέοντας ελεύθερα και δίνοντας. ’Ωστόσο, κατά την πορεία της οργονοτικής διέγερσης μέσα απ’ τον οργανισμό, η λειτουργικότητα επιβραδύνεται και η έκφραση «απολαμβάνω να κάνω» μεταφράζεται σε ένα «δεν θα» ή «δεν θέλω να». Με λίγα λόγια, ο οργανισμός δεν είναι υπεύθυνος για την ίδια του τη δυσλειτουργία.
Η διεργασία αυτή έχει καθολική σπουδαιότητα. Σκόπιμα έχω συλλέξει κλινικό υλικό που να έχει γενική εγκυρότητα. Η κίνηση αυτή ήταν απολύτως αναγκαία. Ενόψει αυτών των περιορισμών της ανθρώπινης λειτουργικότητας, θα φτάσουμε σε μια βαθύτερη και πιο περιεκτική κατανόηση μιας ολόκληρης σειράς από άσχημα κοινωνικά φαινόμενα, που παραμένουν ακατανόητα χωρίς το βιοφυσικό τους υπόβαθρο.
Μετά απ’ αυτήν τη μεγάλη, αλλά αναγκαία παρέκβαση, ας επιστρέψουμε στο πέμπτο τμήμα θωράκισης. Στα ανώτερα τμήματα, απ’ τη στιγμή που πετυχαίναμε να απελευθερώσουμε τις εκφραστικές κινήσεις από τους δακτυλίους της θωράκισης, οι εμφανείς εκφράσεις που ακολουθούσαν μπορούσαν εύκολα να εξηγηθούν. Η αναστολή των οφθαλμικών μυών εκφράζει «άδεια» ή «λυπημένα» μάτια. Ένα σταθερά σφιγμένο σαγόνι μπορεί να εκφράζει «καταπιεσμένο θυμό». Ένα κλάμα ή ένα ουρλιαχτό ξεχύνεται από τον «κόμπο του στήθους».
Η γλώσσα του σώματος μεταφράζεται εύκολα σε λεκτική γλώσσα και η εκφραστική κίνηση γίνεται αμέσως κατανοητή όταν δουλεύουμε με τα τέσσερα ανώτερα τμήματα. Η κατάσταση, όμως, περιπλέκεται όταν δουλεύουμε στο διαφραγματικό τμήμα. Μόλις διαλυθεί η θωράκιση του διαφραγματικού τμήματος, δεν είμαστε πλέον σε θέση να μεταφράσουμε τη γλώσσα της κίνησης σε γλώσσα λεκτική. Η πρόταση αυτή χρειάζεται αναλυτική εξήγηση. Η φανερή έκφραση, που εμφανίζεται όταν διαλύσουμε τη θωράκιση του διαφραγματικού τμήματος, μας οδηγεί στα ασύλληπτα βάθη της λειτουργίας της ζωής. Εδώ συναντάμε ένα καινούργιο πρόβλημα: με ποιο συγκεκριμένο τρόπο σχετίζεται το ανθρώπινο ζώο με τον πρωτόγονο ζωικό κόσμο και με την κοσμική λειτουργία της οργόνης;
Πετυχαίνουμε να ελευθερώσουμε το διαφραγματικό τμήμα από τη θωράκισή του βάζοντας τον ασθενή να εκλύει συνεχώς το αντανακλαστικό του εμετού, ενώ τον καθοδηγούμε αυστηρά να μη διακόπτει την αναπνοή του κατά τη διάρκειά του, αλλά να συνεχίζει να εισπνέει και να εκπνέει εκούσια. Η επαναλαμβανόμενη έκλυση του αντανακλαστικού του εμετού οδηγεί αναπόφευκτα στη διάλυση της διαφραγματικής θωράκισης. Υπάρχει μόνο μία προϋπόθεση: η θωράκιση των ανωτέρων τμημάτων πρέπει να έχει λυθεί προηγουμένως, δηλαδή τα οργονοτικά ρεύματα στις περιοχές του κεφαλιού, του αυχένα και του στήθους πρέπει να λειτουργούν ανεμπόδιστα.
Μόλις το διάφραγμα διαστέλλεται και συστέλλεται ελεύθερα, δηλαδή η αναπνοή λειτουργεί πλήρους και αυθόρμητα, ο κορμός τείνει, σε κάθε εκπνοή, να διπλωθεί στην άνω περιοχή της κοιλιάς. Με άλλα λόγια: το άκρο του αυχένα κινείται προς τα εμπρός, προς το άκρο της λεκάνης. Το πάνω μισό της κοιλιάς τραβιέται μέσα. Αυτή είναι η εικόνα του αντανακλαστικού του οργασμού όπως μας παρουσιάζεται για πρώτη φορά. (Η εικόνα είναι ελλιπής διότι η λεκάνη δεν έχει ακόμα λυθεί πλήρως.) Το προς τα εμπρός δίπλωμα του κορμού, συνοδευόμενο από μια προς τα πίσω κίνηση της κεφαλής, εκφράζει «παράδοση». Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε. Οι δυσκολίες αρχίζουν εκεί που οι σπασμοί αρχίζουν να έχουν κατεύθυνση προς τα εμπρός. Η συγκινησιακή έκφραση των σπασμών στο αντανακλαστικό του οργασμού δεν γίνεται αμέσως κατανοητή. Η ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΣΠΑΣΜΩΝ ΣΤΟ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΟΡΓΑΣΜΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕΙ ΣΕ ΛΕΚΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Πρέπει να υπάρχει ειδικός λόγος γι’ αυτήν τη δυσκολία. Πρέπει να υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποια ουσιαστική διαφορά μεταξύ των εκφραστικών κινήσεων τις οποίες ήδη γνωρίζουμε και της εκφραστικής κίνησης του κορμού ως σύνολο, που εμφανίζεται όταν το διάφραγμα λειτουργεί ελεύθερα.
Θα ήθελα να ζητήσω από τον αναγνώστη να με παρακολουθήσει από εδώ και μπρος με μεγάλη υπομονή και να μην αποσύρει την εμπιστοσύνη του πρόωρα. Η υπομονή του θα αμειφθεί πλουσιοπάροχα από τα αποτελέσματα που θα προκύψουν. Πρέπει να τον βεβαιώσω ότι κι εγώ προσωπικά χρειάστηκε να δείξω μεγάλη υπομονή για περισσότερο από δέκα χρόνια, ώστε να φτάσω στις ανακαλύψεις που θα παρουσιάσω. Πολλές φορές στη διάρκεια αυτών των χρόνων, απελπιζόμουν στην προσπάθειά μου να κατανοήσω το αντανακλαστικό του οργασμού. Φαινόταν αδύνατον να αποδώσω αυτό το βασικό βιολογικό αντανακλαστικό με ανθρώπινες έννοιες. Ωστόσο, αρνήθηκα να τα παρατήσω, διότι ούτε μπορούσα ούτε ήθελα να παραδεχτώ ότι ο ζωντανός οργανισμός, που είχε μια άμεσα κατανοητή γλώσσα έκφρασης σε όλες τις άλλες σφαίρες, ακριβώς στην πιο κεντρική σφαίρα, στο αντανακλαστικό του οργασμού, δεν έκφραζε τίποτα. Αυτό φαινόταν τόσο αντιφατικό, τόσο εντελώς παράλογο, που απλώς δεν μπορούσα να το δεχτώ. Έλεγα συνέχεια στον εαυτό μου πως εγώ ήμουν εκείνος που είχα πει ότι ο ζωντανός οργανισμός απλώς λειτουργεί, ότι δεν έχει κανένα «σκοπό». Φαινόταν σωστό να υποθέσει κανείς ότι η «έλλειψη έκφρασης», η «έλλειψη σκοπού» των οργασμικών σπασμών υποδήλωνε ακριβώς αυτό: στη βασική του λειτουργία, ο ζωντανός οργανισμός δεν έκρυβε καμιά σημασία. Όμως, η στάση της παράδοσης, που εκδηλώνεται στο αντανακλαστικό του οργασμού, είναι και εκφραστική και γεμάτη σημασία. Αναμφίβολα, οι ίδιοι οι οργασμικοί σπασμοί είναι γεμάτοι έκφραση. Αναγκάστηκα να πω στον εαυτό μου τότε ότι η φυσική επιστήμη δεν είχε μάθει να κατανοεί αυτήν την ευρέως διάχυτη, πραγματικά καθολική συγκινησιακή έκφραση του ζωντανού οργανισμού. Με λίγα λόγια, μια εσωτερική «εκφραστική κίνηση» χωρίς ορατή «συγκινησιακή έκφραση» μου φαινόταν παραλογισμός.
Ο εμετός αντιπροσωπεύει μία προσέγγιση στο πρόβλημα, διότι ο ασθενής συχνά κάνει εμετό όταν διαλύεται η διαφραγματική θωράκιση. Όπως ακριβώς υπάρχει ανικανότητα για κλάμα, έτσι υπάρχει και ανικανότητα για εμετό. Αυτή η ανικανότητα γίνεται εύκολα κατανοητή στη γλώσσα της οργονοβιοφυσικής. Μαζί με τους δακτυλίους θωράκισης που υπάρχουν στα ανώτερα τμήματα, η διαφραγματική θωράκιση εμποδίζει τις περισταλτικές κυματοειδείς κινήσεις της ενέργειας του σώματος από το στομάχι προς το στόμα. Με τον ίδιο τρόπο, ο «κόμπος» στο στήθος και η «κατάποση», μαζί με τη σύσπαση στους μυς των ματιών, εμποδίζουν το κλάμα. Σε άλλες περιπτώσεις διαφραγματικής θωράκισης υπάρχει, μαζί με την ανικανότητα για εμετό, συνεχής ναυτία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα παράπονα για «νεύρωση στομάχου» είναι οι άμεσες συνέπειες της θωράκισης σε αυτήν την περιοχή, παρόλο που δεν έχουμε ακόμα πλήρη γνώση της συσχέτισης αυτών των δύο.
Ο εμετός είναι μια βιολογική εκφραστική κίνηση, της όποιας λειτουργίας είναι ακριβώς αυτό που «εκφράζει»: σπασμωδική εξώθηση του περιεχομένου του σώματος. Βασίζεται σε μια περισταλτική κίνηση του στομάχου και του οισοφάγου με κατεύθυνση αντίθετη προς την κανονική λειτουργία τους, συγκεκριμένα προς το στόμα. Το αντανακλαστικό του εμετού χαλαρώνει τη θωράκιση του διαφραγματικού τμήματος ριζικά και γρήγορα. Ο εμετός συνοδεύεται από έναν σπασμό του κορμού, μια γοργή κάμψη στον πυθμένα του στομάχου, με ένα τίναγμα προς τα εμπρός του αυχένα και της λεκάνης. Στους κωλικούς των μικρών παιδιών, ο εμετός συνοδεύεται από διάρροια. Με ενεργειακούς όρους, ισχυρά κύματα διέγερσης διατρέχουν το σώμα από το κέντρο του προς τα πάνω, στο στόμα και προς τα κάτω, στον πρωκτό. Η συγκινησιακή έκφραση σε αυτήν την περίπτωση μιλάει μια τόσο στοιχειώδης γλώσσα που δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τη βαθιά βιολογική φύση αυτής της γλώσσας. Το θέμα είναι απλώς να την καταλάβουμε.
Η συνολική κίνηση που κυριεύει τον κορμό τη στιγμή του εμετού, καθαρά από την άποψη της φυσιολογίας (όχι συγκινησιακά), είναι ίδια με εκείνη του αντανακλαστικού του οργασμού. Αυτό επιβεβαιώνεται και κλινικά: η διάλυση της διαφραγματικής θωράκισης εισάγει με βεβαιότητα τους πρώτους σπασμούς του κορμού που, στη συνέχεια, εξελίσσονται σε ολοκληρωτικό αντανακλαστικό οργασμού. Οι συγκεκριμένοι σπασμοί συνοδεύονται από βαθιές εκπνοές και ένα κύμα διέγερσης που διαδίδεται ανωφερώς από την περιοχή του διαφράγματος προς το κεφάλι και κατωφερώς προς τα γεννητικά όργανα. Γνωρίζουμε ότι η διάλυση των ανώτερων τμημάτων της θωράκισης είναι μια εντελώς απαραίτητη προϋπόθεση για την απελευθέρωση του ολοκληρωτικού σπασμού του κορμού. Στην κίνηση του κύματος διέγερσης προς τη λεκάνη, η οργονοτική διέγερση πάντα υφίσταται ανάσχεση στη μέση της κοιλιάς. Είτε το μέσο της κοιλιάς συσπάται απότομα και έντονα, είτε η λεκάνη κινείται προς τα πίσω, μένοντας καθηλωμένη σε αυτήν τη θέση.
Αυτή η σύσπαση στο μέσο της κοιλιάς αντιπροσωπεύει τον έκτο ανεξάρτητο δακτύλιο θωράκισης. Ο σπασμός του μεγάλου κοιλιακού μυός (ορθός κοιλιακός) συνοδεύεται από σπαστική σύσπαση των δυο πλάγιων μυών (εγκάρσιοι κοιλιακοί) οι οποίοι εκτείνονται από τις κατώτερες πλευρές στο άνω περίγραμμα της λεκάνης. Μπορούν εύκολα να ψηλαφηθούν ως σκληρές επώδυνες μυϊκές χορδές. Στην πλάτη, τα κατώτερα τμήματα των μυών, που εκτείνονται κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης (πλατύς ραχιαίος, ιερονωτιαίος, κ.λπ..), αντιστοιχούν σ’ αυτό το τμήμα. Και αυτοί οι μυς μπορούν να ψηλαφηθούν ως σκληρές επώδυνες χορδές.
Η χαλάρωση του έκτου τμήματος της θωράκισης είναι ευκολότερη από των άλλων τμημάτων. Αφού διαλυθεί κι αυτό, είναι εύκολο να προσεγγίσουμε το έβδομο και τελευταίο τμήμα της θωράκισης, τη θωράκιση της λεκάνης.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η θωράκιση της λεκάνης περιλαμβάνει όλους σχεδόν τους μυς της λεκάνης. Όλη η λεκάνη είναι τραβηγμένη προς τα πίσω. Ο κοιλιακός μυς πάνω από την ηβική σύμφυση είναι οδυνηρός. Το ίδιο συμβαίνει και με τους προσαγωγούς των μηρών, τόσο τους επιφανειακούς όσο και τούς βαθύτερους. Ο σφιγκτήρας του πρωκτού είναι συσπασμένος και έτσι ο πρωκτός είναι τραβηγμένος προς τα πάνω. Σφίξτε τους γλουτιαίους μυς συνειδητά και θα γίνει αντιληπτό γιατί οι γλουτιαίοι πονάνε. Η λεκάνη είναι «νεκρή» και ανέκφραστη. Αυτή η «απώλεια έκφρασης» είναι η «έκφραση» της ασεξουαλικότητας. Συγκινησιακά, το άτομο δεν αισθάνεται καμιά αίσθηση ή διέγερση. Από την άλλη μεριά, τα συμπτώματα είναι σωρός: δυσκοιλιότητα, οσφυαλγία (λουμπάγκο), αναπτύξεις κάθε λογής στο ορθό, φλεγμονή των ωοθηκών, πολύποδες της μήτρας, καλοήθεις και κακοήθεις όγκοι. Ευερεθιστότητα της ουροδόχου κύστης, αναισθησία του κόλπου και της επιφάνειας του πέους με υπερευαισθησία της ουρήθρας είναι επίσης συμπτώματα της θωράκισης της λεκάνης. Λευκόρροια, συνοδευόμενη από ανάπτυξη πρωτοζώων, από το κολπικό επιθήλιο (κολπική τριχομονάδα) παρουσιάζεται συχνά. Στο αρσενικό, αποτέλεσμα της ανοργονίας τής λεκάνης είναι ή η ανικανότητα να πετύχει στύση ή η φοβερή υπερδιεγερσιμότητα που καταλήγει σε πρώιμη εκσπερμάτωση. Στο θηλυκό, βρίσκουμε ολοκληρωτική κολπική αναισθησία ή σπασμό των μυών της κολπικής κοιλότητας.
Υπάρχει ένα ιδιαίτερο «άγχος λεκάνης» και μια ιδιαίτερη «οργή λεκάνης». Η θωράκιση της λεκάνης είναι παρόμοια με τη θωράκιση των ώμων στο μέτρο που και αυτή δεσμεύει παρορμήσεις οργής και άγχους. Η οργασμική ανικανότητα παράγει δευτερογενείς παρορμήσεις που πετυχαίνουν σεξουαλική ικανοποίηση με τη βία. Άσχετα με το πόσο κοντά στη βιολογική αρχή της ηδονής είναι οι παρορμήσεις αυτές στην αρχή της ερωτικής πράξης, το αποτέλεσμα είναι κάθε άλλο παρά ηδονικό: εφόσον η θωράκιση δεν επιτρέπει την ανάπτυξη των ακούσιων κινήσεων, δηλαδή δεν επιτρέπει στους σπασμούς να περάσουν απ’ αυτό το τμήμα, οι ηδονικές αισθήσεις μετατρέπονται αναπόφευκτα σε παρορμήσεις οργής. Το αποτέλεσμα είναι ένα αίσθημα ότι «πρέπει να τελειώσω», που μόνο σαδιστικό μπορεί να ονομαστεί. Στη λεκάνη, όπως και οπουδήποτε αλλού στον ζωντανό οργανισμό, η ηδονή που υφίσταται αναστολή μετατρέπεται σε οργή και η οργή που υφίσταται αναστολή μετατρέπεται σε μυϊκούς σπασμούς. Αυτό εύκολα επιβεβαιώνεται και κλινικά. Άσχετα με το πόσο έχει προχωρήσει το λύσιμο της θωράκισης της λεκάνης, άσχετα με το πόσο κινητική έχει γίνει η λεκάνη, το γεγονός παραμένει: ηδονικές αισθήσεις στη λεκάνη δεν μπορούν να εμφανιστούν όσο η οργή δεν έχει απελευθερωθεί από τους μυς της λεκάνης.
Στη λεκάνη, όπως και στα άλλα τμήματα της θωράκισης, υπάρχει «χτύπημα» ή «τρύπημα» μέσω ισχυρών κινήσεων της λεκάνης προς τα εμπρός. Η ορατή έκφραση αυτής της κίνησης είναι αδιαμφισβήτητη και δεν μπορεί να παρερμηνευτεί. Παράλληλα με την έκφραση οργής, η έκφραση περιφρόνησης φαίνεται επίσης καθαρά: περιφρόνηση για τη λεκάνη και όλα της τα όργανα, περιφρόνηση για τη σεξουαλική πράξη και ιδιαίτερα για τον/την σύντροφο που συνοδεύει το άτομο στη σεξουαλική πράξη. Βασιζόμενος σε πολύ μεγάλη κλινική πείρα, υποστηρίζω ότι, στον πολιτισμό μας, όταν ένας άντρας και μια γυναίκα ενώνονται στη σεξουαλική πράξη, είναι πολύ λίγες οι φορές που γίνεται από αγάπη. Η οργή που σφετερίζεται τις αρχικές παρορμήσεις αγάπης, το μίσος και η σαδιστική διάθεση είναι όλα αναπόσπαστο μέρος της περιφρόνησης του σύγχρονου ανθρώπου για το σεξ. Δεν μιλάω για τις καθαρές περιπτώσεις, όπου το σεξ γίνεται για κέρδος ή αυτοσυντήρηση. Μιλάω για την πλειοψηφία των ανθρώπων, σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ενόψει αυτών των κλινικών παρατηρήσεων, η λατινική φράση: «Omine animal post coitum triste» [στμ: όλα τα ζώα μετά τον έρωτα είναι θλιμμένα] είναι πλέον επιστημονικό αξίωμα. Υπάρχει μόνο ένα σφάλμα σε αυτήν την πρόταση: ο άνθρωπος αποδίδει τη δική του απογοήτευση στο ζώο. Η οργή και η περιφρόνηση, που τόσο έχουν παραμορφώσει την εκφραστική κίνηση της γενετήσιας αγάπης, αντανακλώνται στις ευρύτατα διαδεδομένες βρισιές, που συσσωρεύονται γύρω απ’ το ρήμα «γαμώ». Έχω κάνει διεξοδική περιγραφή αυτών των ανακαλύψεων στον πρώτο τόμο του έργου μου Η ανακάλυψης της οργόνης.[3] Έτσι, δεν είμαι αναγκασμένος να μπω σε λεπτομέρειες σ’ αυτό το κείμενο.
[1] Βλ. Ράιχ, Η ανακάλυψη της οργόνης, Τόμος ΙΙ, Η λειτουργία του οργασμού, εκδ. Ρέω, Αθήνα 2016.
[2] Στμ: Ο Ράιχ χρησιμοποιούσε ένα φθοριοσκόπιο (fluoroscope), το οποίο είναι ένα ακτινογραφικό μηχάνημα που αντί για φωτογραφίες βλέπει ζωντανά το εσωτερικό του σώματος.
[3] Κυκλοφορεί με τον τίτλο: Η λειτουργία του οργασμού.