Ψυχική αυτορύθμιση

Γενετήσιος χαρακτήρας και νευρωτικός χαρακτήρας – Η αρχή της ψυχικής αυτορύθμισης

Από το βιβλίο Η λειτουργία του οργασμού, του Βίλχελμ Ράιχ, M.D., Κεφάλαιο V, εκδόσεις Ρέω, Αθήνα 2015, σελ. 223-232.

Ας κάνουμε τώρα μια αντιπαραβολή της ηθικολογικής ρύθμισης με την αυτορρύθμιση όπως η τελευταία προκύπτει από τη σεξουαλική οικονομία.

Η ηθική λειτουργεί ως υποχρέωση. Είναι ασύμβατη με τη φυσική ικανοποίηση των ενορμήσεων. Η αυτορρύθμιση ακολουθεί τους φυσικούς νόμους της ηδονής και δεν είναι απλώς συμβατή με τις φυσικές ενορμήσεις, αλλά λειτουργικά ταυτόσημη με αυτές. Η ηθική ρύθμιση παράγει έντονες, μη συμβιβάσιμες ψυχικές συγκρούσεις, με άλλα λόγια η ηθική συγκρούεται με τη φύση. Έτσι ενισχύει τη σφοδρότητα της ενόρμησης με αποτέλεσμα να απαιτείται αύξηση της ηθικής άμυνας. Αποκλείει την σωστή κυκλοφορία της ενέργειας στον ανθρώπινο οργανισμό. Αντιθέτως, η αυτορρύθμιση αποσύρει την ενέργεια από κάποια μη πραγματοποιήσιμη επιθυμία, μεταβιβάζοντάς την σε διαφορετικό στόχο ή σύντροφο. Συνεχώς εναλλασσόμενη μεταξύ καταστάσεων έντασης και χαλάρωσης, είναι συμβατή με όλες τις φυσικές λειτουργίες. Η ψυχική δομή που διαμορφώνεται από την ψυχαναγκαστική ηθική εργάζεται επιπόλαια και διέπεται από το ξένο προς το Εγώ «πρέπει». Η ρυθμιζόμενη σύμφωνα με τις αρχές της σεξουαλικής οικονομίας δομή εργάζεται με τρόπο ανάλογο με εκείνο με τον οποίο επιδιώκει τα σεξουαλικά ενδιαφέροντα, αντλώντας ενέργεια από τη μεγάλη ενεργειακή δεξαμενή της ζωής. Η ηθικολογική ψυχική δομή προσκολλάται στους άκαμπτους νόμους του ηθικολογικού κόσμου, προσαρμόζεται σ’ αυτούς επιφανειακά, και επαναστατεί εσωτερικά. Ένα άτομο με τέτοιου είδους δομή βρίσκεται συνεχώς στο έλεος των δικών του αντικοινωνικών τάσεων, που έχουν τόσο ψυχαναγκαστική όσο και παρορμητική φύση. Το άτομο που έχει υγιή, αυτορρυθμιζόμενη δομή δεν προσαρμόζεται στον παραλογισμό του κόσμου αλλά εμμένει στην εκπλήρωση των φυσικών δικαιωμάτων του. Οι νευρωτικοί ηθικολόγοι τον θεωρούν άρρωστο και αντικοινωνικό. Στην πραγματικότητα, είναι ανίκανος να κάνει αντικοινωνικές πράξεις. Αναπτύσσει μια φυσική αυτοπεποίθηση, που βασίζεται στη σεξουαλική ικανότητα. Η ηθικολογική δομή συνοδεύεται πάντα από μειωμένη σεξουαλική ικανότητα και ένα τέτοιο άτομο αναγκάζεται να κάνει συνεχώς υπεραναπληρώσεις, να αναπτύσσει δηλαδή τεχνητή, επίπλαστη αυτοπεποίθηση. Είναι αρνητικά διακείμενος απέναντι στη σεξουαλική ευτυχία των άλλων, διότι ενώ τον διεγείρει είναι ανίκανος να την απολαύσει ο ίδιος. Στην πραγματικότητα, συνουσιάζεται για να αποδείξει την ικανότητά του. Για το άτομο που έχει γενετήσια δομή, η σεξουαλικότητα είναι εμπειρία ηδονής και τίποτα περισσότερο. Η εργασία είναι ευχάριστη δραστηριότητα και επίτευγμα. Για το ηθικολογικά δομημένο άτομο, η εργασία είναι πληκτικό καθήκον ή απλώς βιοποριστική αναγκαιότητα.

Αλλά και η φύση της θωράκισης του χαρακτήρα διαφέρει μεταξύ τους. Το άτομο που έχει ηθικολογική δομή είναι υποχρεωμένο να αναπτύξει μια θωράκιση τέτοια ώστε αφενός να περιορίζει και να ελέγχει κάθε πράξη του και αφετέρου να λειτουργεί αυτόματα και ανεξάρτητα από τους εξωτερικούς παράγοντες. Δεν μπορεί να αλλάξει τη συμπεριφορά του ακόμα και όταν το θέλει. Ο ψυχαναγκαστικά ηθικολόγος αξιωματούχος συνεχίζει να είναι έτσι ακόμα και στο συζυγικό κρεβάτι. Ο ρυθμιζόμενος με τις αρχές της σεξουαλικής οικονομίας άνθρωπος μπορεί να είναι απρόσιτος σε μια κατάσταση και ανοιχτός σε μια άλλη. Ελέγχει ο ίδιος τη θωράκισή του επειδή δεν χρειάζεται να συγκρατεί απαγορευμένες παρορμήσεις.

Ονόμασα τον ένα τύπο χαρακτήρα «νευρωτικό» και τον άλλον «γενετήσιο». Το ειδικό άρθρο που έγραψα σχετικά με τους δύο αυτούς τύπους δημοσιεύτηκε στο ψυχαναλυτικό περιοδικό και έτυχε καλής υποδοχής από τους ψυχαναλυτές. Το 1933, ενσωματώθηκε στο βιβλίο μου με τίτλο Ανάλυση του χαρακτήρα. Από εκεί και πέρα, σκοπός της θεραπείας ήταν η μετατροπή του νευρωτικού χαρακτήρα σε γενετήσιο και η αντικατάσταση της ηθικολογικής ρύθμισης από την βασιζόμενη στις αρχές της σεξουαλικής οικονομίας αυτορρύθμιση.

Περί αυτορύθμισης - Σχήμα 1

Σχεδιάγραμμα που απεικονίζει την αντιδραστική εργασία και την εργασία
που γίνεται σύμφωνα με τη σεξουαλική οικονομία

Αντιδραστική εργασία

 Η εργασία γίνεται μηχανικά, καταναγκαστικά, με νωθρότητα. Απονεκρώνει τη σεξουαλική επιθυμία και είναι διαμετρικά αντίθετη προς αυτήν. Από την εκτέλεσή της, μόνο μικρές ποσότητες βιολογικής ενέργειας μπορεί να εκφορτιστούν. Η εργασία βιώνεται ως μη ηδονική. Υπάρχουν έντονες σεξουαλικές φαντασιώσεις που παρεμποδίζουν την εργασία. Κατά συνέπεια, πρέπει να καταπιεστούν, μέσω δημιουργίας νευρωτικών μηχανισμών οι οποίοι μειώνουν περαιτέρω την ικανότητα προς εργασία. Η μείωση της εργασιακής απόδοσης επιβαρύνει κάθε ερωτική ορμή με αισθήματα ενοχής. Η αυτοπεποίθηση αποδυναμώνεται, με αποτέλεσμα να υπεραναπληρώνεται με νευρωτικές φαντα­σιώσεις μεγαλείου.

Εργασία εναρμονισμένη με τη σεξουαλική οικονομία

Στην περίπτωση αυτή, η βιολογική ενέργεια ταλαντώνεται μεταξύ εργασίας και σεξουαλικής δραστηριό­τητας. Η εργασία και η σεξουαλικότητα δεν είναι αντίθετες. Αλληλοενισχύονται τροφοδοτώντας την αυτοπεποί­θηση. Το εργασιακό ενδιαφέρον και το σεξουαλικό ενδιαφέρον είναι σαφές και επικεντρωμένο, παραγόμενο από το αίσθημα ικανότητας και τη δυνατό­τητα παράδοσης.

Ήταν ευρέως γνωστό εκείνη την εποχή ότι η ηθικολογικές αναστολές προκαλούν νευρώσεις. Οι αναλυτές μιλούσαν για την ανάγκη «συντριβής του Υπερεγώ». Δεν κατάφερα να τους πείσω ότι αυτό δεν ήταν αρκετό, ότι το πρόβλημα ήταν εκτενέστερο και βαθύτερο. Η ηθικολογική ρύθμιση είναι αδύνατον να καταστραφεί παρά μόνον αν αντικατασταθεί από κάτι διαφορετικό και καλύτερο. Κι όμως, αυτό ακριβώς το «κάτι διαφορετικό» ήταν εκείνο που οι συνάδελφοί μου θεωρούσαν επικίνδυνο, εσφαλμένο και ταυτόχρονα «καθόλου καινούργιο». Στην πραγματικότητα, έτρεμαν την «κρεατομηχανή», έτρεμαν την ευθεία αντιπαράθεση με τον σημερινό κόσμο, που κατηγοριοποιεί και αποτιμά τα πάντα σύμφωνα με τις αρχές της ψυχαναγκαστικής ηθικής. Εκείνη την εποχή κι εγώ ο ίδιος είχα σαφή εικόνα των μακροπρόθεσμων κοινωνικών συνεπειών. Ακολουθούσα απλώς με μεγάλη αποφασιστικότητα τα ίχνη που προέκυπταν από το κλινικό μου έργο. Υπάρχει ένα είδος λογικής, το οποίο δεν μπορεί κανείς να αποφύγει ακόμα και αν το θέλει.

Μόλις πριν από μερικά χρόνια άρχισα να καταλαβαίνω γιατί η ελεύθερη, αυτορρυθμιζόμενη συμπεριφορά γεμίζει ενθουσιασμό τους ανθρώπους και ταυτόχρονα τους τρομοκρατεί. Η θεμελιωδώς διαφορετική στάση προς τον κόσμο, προς τις ίδιες τις εμπειρίες του, προς τους άλλους ανθρώπους, κτλ., που χαρακτηρίζει τον γενετήσιο χαρακτήρα είναι απλή και φυσική. Γίνεται αμέσως αντιληπτή, ακόμα και από ανθρώπους με τελείως διαφορετική δομή. Είναι το κρυφό ιδανικό για κάθε άνθρωπο και ανέκαθεν σήμαινε το ίδιο πράγμα, ακόμα και αν είχε διαφορετικό όνομα. Κανείς δεν θα αμφισβητούσε την ικανότητα των ανθρώπων να αγαπούν ούτε και τη σεξουαλική ικανότητά τους. Κανείς δεν θα τολμούσε να θεωρήσει την ανικανότητα για αγάπη ή τη σεξουαλική ανικανότητα, που είναι αποτέλεσμα της αυταρχικής ανατροφής, σκοπό της ανθρώπινης προσπάθειας. Είναι μέρος της φυσικής συμπεριφοράς να είμαστε αυθόρμητα κοινωνικοί και δεν είναι και η καλύτερη μέθοδος να εξαναγκάζουμε κάποιον να γίνει κοινωνικός, καταπιέζοντας τις εγκληματικές παρορμήσεις του. Είναι σε όλους προφανές ότι προτιμότερο και υγιέστερο είναι να μην υπάρχει εξαρχής καμία παρόρμηση για βιασμό παρά να αναστέλλεται αργότερα με την ηθική. Εξαιτίας όλων αυτών, κανένα άλλο σημείο της θεωρίας μου δεν εξέθεσε σε τόσο μεγάλο κίνδυνο το έργο μου και τη ζωή μου όσο ο ισχυρισμός ότι η αυτορρύθμιση είναι εφικτή, φυσικά παρούσα και καθολικά εφαρμόσιμη. Φυσικά, αν είχα απλώς διατυπώσει μια υπόθεση, χρησιμοποιώντας κομψές λέξεις και ψευδοεπιστημονικές προτάσεις, θα έχαιρα καθολικής επευφημίας. Το ιατρικό μου έργο απαιτούσε συνεχείς βελτιώσεις στην τεχνική, με την οποία επηρέαζα τον χαρακτήρα των ανθρώπων, γεγονός που με έκανε να θέσω βαθύτερα ερωτήματα όπως το ακόλουθο: εφόσον τα χαρακτηριστικά του γενετήσιου χαρακτήρα είναι τόσο αυταπόδεικτα και επιθυμητά, γιατί παραβλέπεται η στενή σχέση μεταξύ κοινωνικότητας και οργασμικής ικανότητας; Γιατί να κυριαρχεί η ακριβώς αντίθετη άποψη σε όλα όσα διέπουν τη σημερινή ζωή; Γιατί η άποψη περί πλήρους αντίθεσης μεταξύ φύσης και πολιτισμού, ενόρμησης και ηθικής, σώματος και πνεύματος, διάβολου και Θεού, αγάπης και εργασίας, χαρακτηρίζει περίτρανα τον πολιτισμό και τη φιλοσοφία μας περί ζωής; Γιατί είναι αδιαφιλονίκητη και νομικά κατοχυρωμένη; Γιατί η εξέλιξη του επιστημονικού μου έργου προκάλεσε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον, μόνο και μόνο για να απορριφθεί από φόβο και να δυσφημιστεί και συκοφαντηθεί μόλις άρχισε να κάνει σοβαρή πρόοδο; Αρχικά, νόμιζα ότι οφείλεται σε αδύναμη θέληση, προδοσία, ή επιστημονική δειλία. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια, γεμάτα φρικτές απογοητεύσεις, πριν κατανοήσω αυτό το αίνιγμα.

Οι περισσότερες από τις προβληματικές και άστοχες αντιδράσεις εκείνη την εποχή προς τους αντιπάλους μου, ο αριθμός των οποίων αυξανόταν μέρα με τη μέρα, οφείλονταν στην εσφαλμένη εντύπωσή μου ότι αν κάτι είναι θεωρητικά σωστό γίνεται απλά και αυτονόητα αποδεκτό και εφαρμόζεται στην πράξη. Αφού είχα καταφέρει να κατανοήσω και να διατυπώσω αυτά τα προφανή γεγονότα, αφού ταίριαζαν τόσο καλά με τους σκοπούς της θεραπείας, γιατί να μην μπορούν να τα αναγνωρίσουν οι συνάδελφοί μου; Αυτή η αφέλεια ενισχύθηκε για δύο λόγους. Πρώτον, εξαιτίας της στάσης που κρατούσαν τότε οι σοσιαλιστές προς τους μη σοσιαλιστές. Τι ήταν πιο αυτονόητο από έναν παγκόσμιο κεντρικό σχεδιασμό; Τι ήταν πιο εύκολο από τον κοινωνικό ισοκαταμερισμό της παραγωγής και της κατανάλωσης, της κοινωνικοποιημένης ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής; Όποιος δεν έβλεπε την προφανή απάντηση, θεωρείτο αντιδραστικός και προδότης. Δεύτερον, η αφέλειά μου ενισχύθηκε λόγω του ενθουσιασμού των συναδέλφων για τις απόψεις μου, του έντονου ενδιαφέροντος και της θετικής στάσης που έδειχναν. Είχα αγγίξει τα βασικά ανθρώπινα ιδεώδη και τις ιδέες τους. Γρήγορα θα ανακάλυπτα ότι τα ιδεώδη εξαφανίζονται και οι ιδέες αλλάζουν γρήγορα. Πολύ πιο πειστικοί παράγοντες είναι η ανησυχία για τα προς το ζην, η προσχώρηση σε οργανώσεις, οι αυταρχικές συμπεριφορές κτλ. Κάτι έλλειπε εδώ.

Αυτό που οι άνθρωποι επιδοκίμαζαν και λαχταρούσαν ως ιδανικό τους προκαλούσε άγχος και τρόμο ως πραγματικότητα. Ήταν θεμελιωδώς ξένο προς την υπάρχουσα δομή τους. Όλοι οι επίσημοι φορείς της κοινωνίας το πολεμούσαν. Οι μηχανισμοί της φυσικής αυτορρύθμισης ήταν βαθιά θαμμένοι στον οργανισμό, σκεπασμένοι και διαβρωμένοι από ψυχαναγκαστικούς μηχανισμούς. Η επιδίωξη του πλούτου ως περιεχόμενο και στόχος της ζωής ερχόταν σε αντίθεση με κάθε φυσικό συναίσθημα. Η κοινωνία την επέβαλλε στους ανθρώπους εκπαιδεύοντάς τους με συγκεκριμένους τρόπους και θέτοντάς τους σε συνθήκες ζωής που την υπέθαλπαν. Επομένως, το χάσμα μεταξύ ηθικής και πραγματικότητας, μεταξύ απαιτήσεων της φύσης και ιδέας περί πολιτισμού, που δημιουργήθηκε στην κοινωνική ιδεολογία, υπήρχε και στον ίδιο τον άνθρωπο αλλά με διαφορετική μορφή. Για να μπορέσουν οι άνθρωποι να αντεπεξέλθουν σε έναν τέτοιο κόσμο, αναγκάστηκαν να καταπιέσουν ό,τι πιο όμορφο, πιο αληθινό και πιο θεμελιώδες είχαν. Αναγκάστηκαν να αγωνιστούν για να το εξαφανίσουν, να το περιορίσουν με τον χοντρό τοίχο της θωράκισης του χαρακτήρα. Η προσπάθεια αυτή τους έφερε εσωτερικό πόνο, συνήθως και εξωτερικό, απήλλαξαν όμως τον εαυτό τους από τη σύγκρουση με αυτήν την αναρχία. Παρέμεινε μια αμυδρή αντανάκλαση των βαθύτερων φυσικών συναισθημάτων προς τη ζωή, δηλαδή της φυσικής εντιμότητας, της αυθόρμητης τιμιότητας, των σιωπηλών και ολοκληρωμένων συναισθημάτων αγάπης. Ωστόσο, ενσωματώθηκε σε ένα «συναίσθημα» που ήταν τόσο πλαστό όσο χοντρή ήταν η ψυχική θωράκιση που ανέπτυξαν οι άνθρωποι εναντίον της ίδιας τους της φυσικότητας. Έτσι, ακόμα και στο πιο υπερβολικό πάθος, βρίσκουμε ένα ελάχιστο ίχνος αυτού που είναι πραγματικά ζωντανό. Και από αυτή την τελευταία αμυδρή σπίθα ζωής, αντλείται η δύναμη με την οποία η ανθρώπινη ψευτιά και κακία τροφοδοτεί την πλαστότητα. Ήταν η πρώτη μου πεποίθηση, γιατί σε διαφορετική περίπτωση πώς θα μπορούσε να εξηγηθεί το γεγονός ότι η ανθρώπινη ιδεολογία περί ηθικής και τιμής επιβίωσε τόσο μεγάλο διάστημα και την υπερασπίστηκαν οι λαϊκές μάζες, παρά την καταστροφή που προκάλεσε στη ζωή τους. Εφόσον οι άνθρωποι ούτε μπορούν ούτε τους επιτρέπεται να ζήσουν την πραγματική τους ζωή, γαντζώνονται στην τελευταία της αναλαμπή, η οποία διαφαίνεται αμυδρά μέσα στην υποκρισία.

Βασιζόμενη σε όλες αυτές τις σκέψεις, αναπτύχθηκε η ιδέα του άμεσου συσχετισμού κοινωνικής δομής και χαρακτηρολογικής δομής. Η κοινωνία πλάθει τον ανθρώπινο χαρακτήρα. Με τη σειρά του, ο ανθρώπινος χαρακτήρας αναπαράγει μαζικά την κοινωνική ιδεολογία. Δηλαδή, αναπαράγοντας την άρνηση της ζωής που ενυπάρχει στην κοινωνική ιδεολογία, οι άνθρωποι δημιουργούν οι ίδιοι τη δική τους καταπίεση. Αυτός είναι ο κεντρικός μηχανισμός της λεγόμενης παράδοσης. Δεν είχα ιδέα πόσο σημαντική θα ήταν αυτή η διατύπωση για την κατανόηση της φασιστικής ιδεολογίας περίπου πέντε χρόνια αργότερα. Δεν ενέδωσα σε εικασίες προς χάρη πολιτικών ιδεολογιών. Ούτε επινόησα μια δική μου φιλοσοφία ζωής. Στην παραπάνω διατύπωση με οδήγησε η επίλυση προβλημάτων όπως προέκυψε στο κλινικό μου έργο. Έτσι, δεν με εξέπληττε πλέον το γεγονός ότι οι κατάφωρες αντιθέσεις της ηθικολογικής κοινωνικής ιδεολογίας, συνέπιπταν με κάθε λεπτομέρεια με τις αντιφάσεις της ανθρώπινης χαρακτηροδομής.

Ο Φρόιντ είχε ισχυριστεί ότι η ύπαρξη του πολιτισμού με τη μορφή που υπάρχει βασίζεται στην «πολιτισμική» καταπίεση των ενστίκτων. Έπρεπε να συμφωνήσω μαζί του, αλλά με πολύ συγκεκριμένες επιφυλάξεις: ο σημερινός πολιτισμός είναι πράγματι βασισμένος στη σεξουαλική καταπίεση! Όμως το επόμενο ερώτημα ήταν: Εξαρτάται άραγε η εξέλιξη του πολιτισμού, όπως τον γνωρίζουμε, από τη σεξουαλική καταπίεση; Δεν στηρίζεται επίσης στην καταπίεση των αφύσικων, δευτερογενώς παραγόμενων παρορμήσεων; Κανείς δεν είχε αναφερθεί έως τότε σε αυτά που είχα ανακαλύψει στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και ήμουν πλέον σε θέση να αναπτύξω. Δεν υπήρχε καμία άποψη περί αυτού του ζητήματος. Σύντομα διαπίστωσα ότι στις συζητήσεις περί σεξουαλικότητας, οι άνθρωποι εννοούσαν κάτι διαφορετικό από αυτό που είχα εγώ στο μυαλό μου. Η προγενετήσια σεξουαλικότητα είναι σε μεγάλο βαθμό αντικοινωνική και έρχεται σε αντίθεση με κάθε φυσικό συναίσθημα. Ωστόσο, η καταδίκη επεκτείνεται και στη γενετήσια περίπτυξη. Γιατί, για παράδειγμα, ένας πατέρας να θεωρεί τη σεξουαλική δραστηριότητα της κόρης του ατίμωση; Δεν είναι μόνο επειδή ασυνείδητα ζηλεύει. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να εξηγήσει την σφοδρότητα της αντίδρασής του, η οποία μερικές φορές φτάνει ως τον φόνο. Η γενετήσια σεξουαλικότητα, στην πραγματικότητα, θεωρείται κάτι πρόστυχο και ποταπό. Για τον μέσο άντρα, η σεξουαλική πράξη είναι απλώς κένωση ή απόδειξη κατάκτησης. Η γυναίκα ενστικτωδώς εξεγείρεται εξαιτίας αυτού, και δικαίως. Είναι όμως ακριβώς και ο λόγος για τον οποίο ο πατέρας αντιλαμβάνεται τη σεξουαλική δραστηριότητα της κόρης του ως ατίμωση. Υπό τέτοιου είδους συνθήκες, σεξουαλικότητα και ευτυχία δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Αν ισχύουν τα προηγούμενα, είναι κατανοητά όσα έχουν γραφτεί για τη χυδαιότητα της σεξουαλικότητας και τους κινδύνους της. Όμως αυτή η «σεξουαλικότητα» είναι η νοσηρή διαστρέβλωση της φυσικής αγάπης. Έχει καταπνίξει τελείως όλα εκείνα που ο άνθρωπος λαχταρά ως γνήσια ευτυχία στον έρωτα. Οι άνθρωποι έχουν χάσει το αίσθημα της φυσικής σεξουαλικής ζωής, την αποτιμούν βασιζόμενοι σε μια διαστρέβλωση, την οποία δικαίως καταδικάζουν.

Ως εκ τούτου, ο αγώνας υπέρ ή κατά της σεξουαλικότητας είναι μάταιος και καταδικασμένος. Εφόσον υπάρχουν τόσο μεγάλες διαστρεβλώσεις, ο ηθικολόγος μπορεί, πρέπει και είναι σίγουρο ότι θα κερδίσει. Όμως, η διαστρέβλωση δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Η σύγχρονη γυναίκα απωθείται από τη σεξουαλικότητα αντρών που αποκτούν πείρα σε πορνεία και αποστρέφονται τη σεξουαλικότητα συγχέοντάς την με την πορνεία. Το «γαμήσι» είναι ατιμωτικό. Καμία γυναίκα με συναισθήματα δεν «θα επιτρέψει να την γαμήσουν».

Όλα αυτά δημιουργούν αδιέξοδο στις συζητήσεις και δυσκολεύουν τη μάχη για υγιέστερη ζωή. Εδώ ακριβώς συγκρουόμουν με τους αντιπάλους μου. Όταν μιλώ για σεξουαλικότητα, δεν εννοώ «γαμήσι», αλλά τον εναγκαλισμό που εμπνέεται από τη γνήσια αγάπη. Δεν εννοώ να «ουρήσω στη γυναίκα» αλλά «να την κάνω ευτυχισμένη». Καμιά πρόοδος δεν θα υπάρξει αν δεν διαχωριστούν οι αφύσικες σεξουαλικές πρακτικές, που έχουν αναπτυχθεί στο δευτερογενές επίπεδο, από τη βαθιά ευρισκόμενη ανάγκη για αγάπη που υπάρχει σε κάθε άνθρωπο.

Έτσι λοιπόν τέθηκε το ερώτημα: πώς μπορεί μια θεωρητική αρχή να μεταφραστεί σε πραγματικότητα, οι φυσικοί νόμοι των ολίγων στους φυσικούς νόμους όλων; Ήταν σαφές ότι η κατά περίπτωση λύση του προβλήματος δεν ήταν ικανοποιητική και ξέφευγε εντελώς από τον στόχο.

Η διερεύνηση των κοινωνικών πλευρών της ψυχοθεραπείας ήταν κάτι καινούργιο εκείνη την εποχή. Η πρόσβαση στο κοινωνικό πρόβλημα θα μπορούσε να γίνει από τρεις δρόμους: με την προφύλαξη του πληθυσμού από τις νευρώσεις, με το στενά σχετιζόμενο ζήτημα της σεξουαλικής μεταρρύθμισης1 και τέλος με το γενικότερο ζήτημα του πολιτισμού.

  1. Διεξοδική παρουσίαση του ζητήματος της σεξουαλικής μεταρρύθμισης υπάρχει στο βιβλίο μου με τίτλο Η σεξουαλική επανάσταση. Γι’ αυτό και δεν αναλύεται στον παρόντα τόμο. ↩︎