Από το περιοδικό Τετράδια Οργονομίας, Τεύχος #1, εκδόσεις Ρέω, Αθήνα 2022, σελ. 9-30.
Θωράκιση στα νεογέννητα
του Βίλχελμ Ράιχ, M.D.
Υποθέτουμε ότι κατά τη γέννηση, τα μωρά εξέρχονται από τη μήτρα ως εύπλαστα, μη διαταραγμένα βιοενεργειακά συστήματα. Ωστόσο, με το πλήθος των επιδράσεων του περιβάλλοντος που υφίστανται από εκεί και μετά, αρχίζει να διαμορφώνεται ο ειδικός τρόπος με τον οποίο τα μωρά αντιδρούν στην ηδονή και στη λύπη. Παρ’ όλο που ο τρόπος με τον οποίο αφομοιώνονται και δομούνται τα μεταγεννητικά ερεθίσματα καθορίζεται ως έναν βαθμό από τις προγεννητικές βλάβες, εδώ, για λόγους ευκολίας, θα διαχωρίσουμε την προγεννητική από τη μεταγεννητική ανάπτυξη.
Μας ενδιαφέρει να διαπιστώσουμε αν και με ποιον τρόπο μπορούμε να εφαρμόσουμε τις βασικές αρχές μας σε μια συγκεκριμένη, ιδιαίτερη περίπτωση. Ποια εμπόδια θα συναντήσουμε από τη στιγμή που αποφασίσουμε οι ενέργειές μας να καθορίζονται αποκλειστικά από το συμφέρον του παιδιού; Γνωρίζουμε, φυσικά, ότι αυτό το «αποκλειστικά» είναι υπερβολικό και ανεφάρμοστο στην καθημερινή κοινωνική ζωή. Επίσης, ότι για πολλούς αιώνες ακόμα, η ματαιωμένη ζωή θα επιτίθεται στην υγιή, νεογέννητη ζωή, βλάπτοντάς την λιγότερο ή περισσότερο. Πέρα από αυτά, όμως, αποφασιστικής σημασίας για τη γενική κατεύθυνση της εν λόγω προσπάθειας, αλλά και γενικότερα για την επιτυχία του Οργονομικού Κέντρου Βρεφονηπιακής Έρευνας (ΟΚΒΕ),[1] είναι να μάθουμε να αναγνωρίζουμε και να αξιολογούμε τα εμπόδια, όπως εμφανίζονται στην καθημερινή ζωή. Και ο καλύτερος τρόπος να πραγματοποιήσουμε την έρευνά μας, είναι να ασχοληθούμε με μια συγκεκριμένη περίπτωση.
Η μητέρα του μωρού, που θα εξετάσουμε στις επόμενες σελίδες, επιλέχτηκε από μια μικρή ομάδα υποψήφιων, με κριτήριο την «καλή της υγεία». Βιοφυσικά, έδειχνε εξωστρεφής, ειλικρινής, χωρίς μεγάλες στρεβλώσεις στη χαρακτηροδομή της. Ήταν αρκετά χρόνια παντρεμένη και ευτυχισμένη από τον γάμο της. Εξαιτίας των επαγγελματικών υποχρεώσεων του στρατιωτικού συζύγου της δεν είχαν αποκτήσει παιδί, αν και το ήθελαν πάρα πολύ. Εκείνη ήταν μια όμορφη, σεξουαλικά ελκυστική, τριαντάχρονη γυναίκα. Από την πρώτη βιοφυσική εξέταση διαπιστώθηκε ότι έχει σώμα δυνατό, ζεστό και ακτινοβόλο δέρμα, σπινθηροβόλα μάτια, σαρκώδη και αισθησιακά χείλη, καλοσχηματισμένο κορμί, άνετη και ήρεμη συμπεριφορά.
Εξέφραζε αβίαστα κάθε είδους συγκίνηση, ένδειξη πως η βιοενέργειά της έρεε ελεύθερα. Μπορούσε να κάνει μορφασμούς, να σαρκάσει, να μουγκρίσει, να ουρλιάξει, να δείξει άγχος στο βλέμμα της, να ανοίξει διάπλατα τα μάτια, να συνοφρυωθεί, να δαγκώσει και να χτυπήσει δυνατά με τις γροθιές της κάποιο φανταστικό μισητό αντικείμενο. Το αντανακλαστικό του εμετού ήταν πλήρως ανεπτυγμένο. Η ματιά της ήταν διαπεραστική, είχε βάθος, σοβαρότητα, και μεγάλου βαθμού επαφή, όπως το βλέμμα ενός ελαφιού.
Όμως, το κρίσιμο τμήμα του σώματος για την αξιολόγηση μιας μέλλουσας μητέρας είναι, φυσικά, η πύελος. Δεν αναφέρομαι μόνο στους μηχανικούς παράγοντες, όπως το εύρος εισόδου και εξόδου της πυελικής οστεοδομής, η φυσιολογική θέση της μήτρας, η απουσία αναστροφής και πρόπτωσης, η απουσία τριχομονάδων, τραχηλικών κακώσεων και διαβρώσεων, άλλων ευρημάτων (ινομυώματα και μυώματα), και η τακτική και ανώδυνη εμμηνορρυσία. Αυτά είναι όσα συνήθως εξετάζει οποιοσδήποτε καλά καταρτισμένος μαιευτήρας. Για εμάς αυτό που έχει σημασία είναι αν υπάρχει ή όχι κάποια θωράκιση στο πυελικό τμήμα.
Ο λόγος είναι προφανής: Παρουσία πυελικής θωράκισης αποκλείεται η επαρκής οργασμική εκφόρτιση και μειώνεται η ζωτικότητα των γεννητικών οργάνων, εμποδίζοντας έτσι την πλήρη βιοενεργειακή λειτουργία του εμβρύου. Επιπλέον, συνολικά, το συγκινησιακό σύστημα γίνεται πιο ευπαθές στην υπερένταση και στις πιέσεις που οφείλονται σε οικογενειακά προβλήματα, σε διαταραχές της κύησης και στον ίδιο τον τοκετό. Δεν αποκλείσαμε εντελώς όσες μητέρες είχαν θωρακισμένη πύελο, αλλά τις εντάξαμε στην ομάδα Β, με πρόθεση να μελετήσουμε αν το έμβρυο που αναπτύσσεται σε σπαστική μήτρα[2] υφίσταται βλάβη. Ελάχιστα γνωρίζουμε για την επίδραση του σπασμού της μήτρας στο έμβρυο. Λογικά, θα έπρεπε να υπάρχει σαφής διάκριση των αποτελεσμάτων, η οποία θα επιβεβαίωνε την άποψή μας περί του βασικού διαχωρισμού των οργανισμών σε θωρακισμένους και αθωράκιστους. Από τα άφθονα κλινικά στοιχεία, έχουμε διαπιστώσει πως αν η πύελος είναι αθωράκιστη, ούτε στα υπόλοιπα τμήματα του οργανισμού υπάρχει σημαντική θωράκιση, ενώ αν η πύελος είναι θωρακισμένη, υπάρχει πάντα θωράκιση και σε άλλα τμήματα. Σύμφωνα με το σχέδιο του ΟΚΒΕ, όσες μέλλουσες μητέρες είχαν αθωράκιστο πυελικό τμήμα, θα συγκροτούσαν αποκλειστικά την ομάδα Α.
Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στη μητέρα του παραδείγματός μας. Απολάμβανε την ερωτική πράξη χωρίς φόβο ή αναστολές. Μπορούσε «να αφεθεί» πλήρως, και εκφορτιζόταν οργασμικά σε τακτική βάση. Ήταν ένα συμπέρασμα που επιβεβαιωνόταν από την όλη συμπεριφορά και έκφρασή της. Το μοναδικό εύρημα ήταν μια ελαφριά υπερευαισθησία στο μεσαίο κοιλιακό τμήμα, που όμως εξαλείφθηκε εύκολα.
Από ψυχολογικής απόψεως, είχε μια κάπως υπερβολική τάση να αντιμετωπίζει το ζήτημα της μητρότητας και των παιδιών ιδεαλιστικά. Έλαμπε από χαρά με την προσμονή ότι θα γεννούσε ένα «υγιές παιδί» και θα το ανέτρεφε χαρούμενα και ευτυχισμένα. Δεν έδειχνε να συνειδητοποιεί πως η γέννηση και η ανατροφή παιδιών είναι δύσκολο και συχνά επίπονο έργο. Όταν της το επισημάναμε, φάνηκε υπερβολικά αισιόδοξη γι’ αυτό που την περίμενε. Φαινόταν επίσης ότι είχε εξιδανικεύσει τον σύζυγό της. Δεν υπήρχε, όπως είπε, καμία σύγκρουση μεταξύ τους, ήταν πολύ ευτυχισμένοι, κ.λπ. Όμως, οι γιατροί που την αξιολογούσαν είχαν πληροφορηθεί από την προϊστάμενη κοινωνική λειτουργό, πως δεν ήταν όλα τόσο ρόδινα, όσο ήθελε να τα παρουσιάζει η μέλλουσα μητέρα. Ο σύζυγος, ένας καλός και όμορφος άντρας, είχε τάση να χρησιμοποιεί πρόστυχες, πορνογραφικές εκφράσεις. Είχε επίσης κάποιες ακλόνητες πεποιθήσεις σε σχέση με κοινωνικά και πολιτιστικά ζητήματα, που δεν συμφωνούσαν και τόσο με τη βιολογική δομή της γυναίκας του. Επιπλέον, φαινόταν να κολακεύεται υπερβολικά από την εξιδανικευμένη εικόνα που είχε η γυναίκα του για αυτόν.
Είναι πολύ σημαντικό να μην αξιολογούμε τους γονείς με «απόλυτους» όρους μιας «απόλυτης» υγείας, ενός «απολύτως υγιούς» παιδιού. Μάλιστα, μια τέτοια στάση απόλυτης τελειοθηρίας είναι εξαιρετικά επιζήμια, όχι μόνο για τη συμπεριφορά των γονέων, αλλά και για την ίδια την εκπαίδευσή τους στην πρόληψη, που έχει και μεγαλύτερη σημασία. Το ιδεώδες μιας «απόλυτης» υγείας ενός «απολύτως υγιούς» παιδιού βρίσκεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα στην οποία, υποχρεωτικά, θα μεγαλώνει το παιδί. Πιθανότατα να βρίσκεται σε αντίθεση και με την ίδια τη φυσική διαδικασία, που ποτέ δεν είναι, και δεν μπορεί να είναι τέλεια και σύμφωνη με τα ιδεώδη του ανθρώπου. Με την υιοθέτηση απόλυτων ιδεών από την ιατρική ή από την παιδαγωγική, αποκλείεται ο σωστός προσδιορισμός όσων είναι δυνατόν, και όσων δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν. Κάθε τέτοια τακτική το πιθανότερο είναι να καταρρεύσει, μόλις συναντήσουμε τα πρώτο σοβαρό εμπόδιο.
Στην περίπτωση που εξετάζουμε, όπως και σε άλλες, τόσο η μητέρα όσο και η κοινωνική λειτουργός του ΟΚΒΕ που είχε αναλάβει την υπόθεση, κινδύνευαν να αποτύχουν στην αποστολή τους εξ αιτίας αυτής της ιδέας περί απόλυτης υγείας. Πρόκειται για ένα γενικότερο γνώρισμα του ανθρώπινου χαρακτήρα από το οποίο δεν φαίνεται ότι θα απαλλαγούμε σύντομα. Στη συνέχεια θα καταλάβουμε με ποιον τρόπο το προαναφερθέν χαρακτηριστικό της μητέρας άρχισε μαζί με άλλα να επιδρά αρνητικά στο βρέφος.
Το προσωπικό που θα αναλάμβανε τη φροντίδα της μητέρας το αποτελούσαν:
- Ένας ιατρός οργονομιστής, με αποστολή να παρακολουθεί τη συγκινησιακή κατάσταση της μητέρας κατά τη διάρκεια της κύησης και να αποδομεί κάθε εμφανιζόμενη θωράκιση, σε οποιοδήποτε μέρος του σώματός της.
- Ένας δεύτερος ιατρός οργονομιστής, ειδικευμένος στην παρακολούθηση των μικρών παιδιών, με μεγάλη εμπειρία από τον δικό του γιο, τεσσάρων ετών εκείνη την εποχή.
- Μια κοινωνική λειτουργός καταρτισμένη στην οργονομία, θα είχε συχνή επικοινωνία με τη μητέρα, για να διαπιστώνει έγκαιρα κάθε συγκινησιακή ή σωματική απόκλιση από το φυσιολογικό.
- Ένας μαιευτήρας, που θα αναλάμβανε τον τοκετό. Ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί με το ΟΚΒΕ, σε καθετί απαραίτητο για τη διασφάλιση της απρόσκοπτης ανάπτυξης του παιδιού.
- Ένας τρίτος ιατρός οργονομιστής, με μια λαμπρή επιτυχία επείγουσας και σωτήριας παρέμβασης σε κάποιον τοκετό στο ενεργητικό του, θα παρευρισκόταν έτοιμος να επέμβει σε περίπτωση καθυστέρησης ή επιπλοκών στον τοκετό.
- Μέλος της ομάδας θεωρήθηκε και η ίδια η μητέρα, που θα καταλάβαινε πόσα μπορεί να μάθει για τον τοκετό και τον θηλασμό από τη συμμετοχή της σε ομάδες μητέρων.
Σε αυτό το σημείο θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει: Γιατί ένας τόσο περίπλοκος μηχανισμός, μόνο και μόνο για έναν τοκετό; Η απάντηση είναι η ακόλουθη: Επειδή τίποτε απολύτως δεν ήταν γνωστό όσον αφορά στην επίδραση των βιοενεργειακών και συγκινησιακών διαταραχών κατά την κύηση και τον τοκετό, ήταν αναγκαίο να επιστρατεύσουμε όσους περισσότερους ειδικούς για να παρακολουθούν τη διαδικασία και, αν υπάρξει ανάγκη, να επέμβουν. Εφόσον θέλαμε να μελετήσουμε τη συγκινησιακή ανάπτυξη του μωρού, δεν είχε κανένα νόημα να χρησιμοποιήσουμε κάποιον ψυχολόγο χωρίς καμία γνώση περί οργονοτικών ρευμάτων, ή να αναθέσουμε τον τοκετό σε κάποιον μαιευτήρα μηχανιστικά προσανατολισμένο. Έπρεπε να συγκεντρωθούν αρκετοί, καλά καταρτισμένοι στην οργονομία ειδικοί και να συνδυάσουν τις γνώσεις τους, ώστε κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου, αν ήταν δυνατόν, τίποτα να μην διαφύγει την προσοχή τους. Ακόμα και από τη διάσταση απόψεων μεταξύ των παρατηρητών θα μπορούσαν να αναδειχθούν κεντρικά ζητήματα της προγεννητικής και της μεταγεννητικής περιόδου.
Καθώς οι αναφορές για την κατάσταση της μητέρας προέρχονταν από διαφορετικές πηγές, μπορούσαμε να διαχωρίσουμε τις παρατηρήσεις που συνέκλιναν από όσες είχαν επηρεαστεί περισσότερο από την υποκειμενική άποψη του παρατηρητή. Παράλληλα, μελετήθηκαν και οι αντιδράσεις των διάφορων συνεργατών κατά την επαφή τους με τη μητέρα. Για παράδειγμα, η μία από τις δυο κοινωνικές λειτουργούς που συμμετείχαν ενοχλήθηκε ιδιαίτερα όταν, στη διάρκεια της πρώτης εξέτασης, η μητέρα ανέφερε στην ομάδα πως είχε πάντα ολοκληρωμένη γενετήσια ικανοποίηση κατά τη συνεύρεση. Η συγκεκριμένη λειτουργός βρισκόταν εκείνο τον καιρό σε κατάσταση οξείας ματαίωσης, και ξέσπασε σε κλάματα. Από το περιστατικό καταλάβαμε ότι η συγκινησιακή κατάσταση ενός κοινωνικού λειτουργού επηρεάζεται από όσα αποκαλύπτονται κατά την εμπλοκή του με κάποια συγκεκριμένη περίπτωση. Αυτά, φυσικά, είναι πράγματα που συμβαίνουν κάθε φορά που η ιατρική ή η παιδαγωγική εμπλέκεται με την ανθρώπινη ζωή. Ο καλά καταρτισμένος γιατρός ή κοινωνικός λειτουργός γνωρίζει τι συμβαίνει κάτω από την επιφάνεια σε τέτοιες περιπτώσεις. Αντιθέτως, ο άκαμπτος και ισχυρά θωρακισμένος γιατρός ή κοινωνικός λειτουργός, είτε δεν το καταλαβαίνει, είτε το αγνοεί ως «άσχετο». Μπορεί ακόμη και να θυμώσει, αν τύχει να αντιμετωπίσει τέτοιες «προσωπικές παρεμβολές στη δουλειά του». Γι’ αυτό και δεν υπάρχει καθόλου βιβλιογραφία σχετικά με τη σημασία της συγκινησιακής δομής των εμπλεκόμενων ειδικών.
Ακολουθεί η αναφορά της κοινωνικής λειτουργού, έξι περίπου εβδομάδες πριν από τον τοκετό:
«Αν ενδιαφέρεστε για την προσωπική μου εκτίμηση όσον αφορά στην κυρία Λ., και στην πρόοδο της εγκυμοσύνης της, νομίζω πως μπορώ να πω ότι όλα είναι εξαιρετικά. Συνολικά, η στάση της σε σχέση με το μωρό είναι μοναδική, συγκρινόμενη με τις προηγούμενες εμπειρίες μου. Η ευτυχία και η ικανοποίηση φαίνεται να διαποτίζουν ολόκληρη την ύπαρξή της. Λάμπει από χαρά, και όποιος είναι κοντά της αισθάνεται ζωντάνια και ομορφιά. Νιώθω ήδη το μωρό σαν μέλος της ομάδας μας. Η κυρία Λ. δεν αισθάνεται άγχος για τίποτα. Όταν αναφέρεται η ταλαιπωρία ή οι ωδίνες του τοκετού, δεν ταράζεται καθόλου. Έμαθε ότι το μωρό της κυρίας Τζ. πέθανε, έδειξε να συμπάσχει αλλά σε καμία περίπτωση δεν φοβήθηκε, ούτε ταυτίστηκε με το συμβάν. Από πλευράς υγείας είναι σε εξαιρετική κατάσταση, και απ’ όσο γνωρίζω, δεν παρουσίασε ποτέ οίδημα ή άλλα σωματικά συμπτώματα. Γνωρίζει πολύ καλά τι πρεσβεύει το Οργονομικό Κέντρο Βρεφονηπιακής Έρευνας και συμφωνεί ολόψυχα.»
Ακολουθεί η αναφορά της κοινωνικής λειτουργού, δεκαπέντε ημέρες μετά τον τοκετό:
«Το ένδεκα ημερών μωρό έκανε το πρώτο του μπάνιο, και του άρεσε πολύ. Γουργουρίζει και κινείται χαρούμενο μέσα στο νερό. Ξαφνιάζεται αν το βγάλουν απότομα από το νερό (τεντώνει τους ώμους του προς τα πίσω).
Κουνά ενεργητικότατα το κεφάλι του και καταφέρνει να το κρατά όρθιο. Αν το σηκώσουν ψηλά, κουνά το κεφάλι του δεξιά αριστερά. Αν ακούσει κάποιον θόρυβο ή καταλάβει ότι κάποιος κινείται στο δωμάτιο, στρέφει προς τα εκεί το κεφάλι και τα μάτια του. Τα μάτια του εστιάζουν και συντονίζονται σωστά ενώ παρακολουθούν κινούμενα αντικείμενα.
Έχει συχνά λόξιγκα, σχεδόν πάντα μετά από κάθε γεύμα. Επίσης, βγάζει γάλα από το στόμα. Η μητέρα λέει πως αυτό συμβαίνει μόνο αν πιει από μπιμπερό, αλλά εμείς διαπιστώσαμε ότι συμβαίνει και μετά από θηλασμό.
Σύμφωνα με τη μητέρα, το μωρό στην αρχή θήλαζε πολύ συχνά (κάθε ώρα). Αποκοιμιόταν στο στήθος της και έβαζε τα κλάματα μόλις πήγαινε να το βάλει στην κούνια. Αφού αλλάξαμε τη συνταγή ενισχύοντας με περισσότερα συστατικά το γάλα και του δώσαμε να πιει από μπιμπερό (είχε ξαναχρησιμοποιηθεί μπουκάλι αλλά όχι σε τακτική βάση), το μωρό ηρέμησε, από ό,τι φαίνεται είχε ανάγκη θρεπτικότερης διατροφής. Η μητέρα συνειδητοποίησε πως μερικές φορές νιώθει υπερένταση και πως τότε επηρεάζεται η ροή του γάλατος. Μερικές νύχτες, το μωρό κοιμάται συνεχόμενα περισσότερη ώρα, αλλά μόνο αν η μητέρα το κρατά στα χέρια της. Έτσι όμως η μητέρα εξαντλείται. Λέει επίσης πως το μωρό προτιμά το στήθος αλλά δέχεται και το μπουκάλι αρκετά εύκολα. Το βάρος του αυξήθηκε κατά 310 γραμμάρια την πρώτη εβδομάδα και κατά 300 τη δεύτερη. Στοματικός οργασμός παρατηρήθηκε μόνο τις τρεις πρώτες ημέρες. Το μωρό εξακολουθεί να θηλάζει τουλάχιστον κάθε τρεις ώρες, ή και συχνότερα (το πιο σύνηθες).
Το παρακολουθήσαμε ξαπλωμένο, ξύπνιο, στην κούνια του. Στην αρχή το σώμα του είχε καλό χρώμα και καλή θερμοκρασία. Στη συνέχεια, τα άκρα του έγιναν ωχρά και ψυχρά. Άρχισε να έχει λόξιγκα που κράτησε αρκετή ώρα. Διαπιστώσαμε σύσπαση στο στήθος και συγκράτηση της αναπνοής, η εισπνοή ήταν μακρόσυρτη και η εκπνοή σύντομη, κοφτή και ακανόνιστη. Το μωρό έμοιαζε, γενικά, ανήσυχο. Οι κενώσεις του ήταν διαρροϊκές και τα κόπρανα έβγαιναν ορμητικά λερώνοντας την κούνια. Παρουσίασε σύσπαση στο πρόσωπο και μάζευε τα πόδια του. Ο πατέρας, “γι’ αστείο“, του τραβούσε πόδια και χέρια, με αποτέλεσμα το μωρό να δυσανασχετεί ακόμα περισσότερο. (Του έλεγε: “Κάτσε φρόνιμα, μη φας καμιά γροθιά στη μύτη.“)»
Στη δεύτερη αναφορά, τέσσερις ημέρες αργότερα, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Ηλικία: 19 ημερών.
Το μωρό υποφέρει από κρύωμα τις δύο τελευταίες ημέρες. Δυσκολεύεται να αναπνεύσει και παρουσιάζει ταχύπνοια και συριγμό. Η αναπνοή μέχρι στιγμής δεν εξαπλώνεται στην κοιλιά αλλά σταματά στο άνω τμήμα του στήθους. Ο συριγμός σταμάτησε για μισή ώρα όταν αποκοιμήθηκε ήσυχα στην αγκαλιά μου. Όμως, το στήθος του δεν έπαψε να κινείται πολύ γρήγορα.
Γενικά, το μωρό φαίνεται ανήσυχο, στενοχωρημένο και δυστυχισμένο. Δεν μένει στο στήθος παρά μόνο για λίγο και ιδρώνει ενώ θηλάζει. (Συχνά, σύμφωνα με τη μητέρα.) Στην αγκαλιά της μητέρας ικανοποιείται, αλλά μόνο για λίγο, κατόπιν ζητά το στήθος πάλι για λίγο, ύστερα κοιμάται επίσης για λίγο, κ.λπ. Συνήθως κλαψουρίζει παρά κλαίει, και μάλλον αδύναμα. Μόνο μια φορά φώναξε πραγματικά, σχετικά δυνατά.
Δεν του αρέσει να ξαπλώνει μπρούμυτα, μερικές φορές ξαπλώνει στο πλευρό. Καμιά φορά ανακουφίζεται ξαπλωμένο μπρούμυτα στα γόνατα της μητέρας ενώ του χαϊδεύει την πλάτη.
Η μητέρα χρησιμοποιεί συχνά το μπιμπερό κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ωστόσο, το μωρό θέλει να κοιμάται όλη νύχτα στην αγκαλιά της.
Η μητέρα δήλωσε πως η φροντίδα του μωρού είναι πολύ πιο δύσκολη από όσο περίμενε. Τη φανταζόταν κάτι σαν παιχνίδι με κούκλες. Της προκαλεί άγχος, και είναι φορές που δεν ξέρει τι να κάνει για να ικανοποιήσει το μωρό. Λέει πως το μωρό, συχνά, φαίνεται πιο ανήσυχο τη νύχτα και κλαίει, μαζεύοντας τα πόδια του σαν να υποφέρει από κράμπα (κολικός;).
Γενικές εντυπώσεις: Το πρόβλημα με την κυρία Λ. έγκειται στην τάση της να τα βλέπει όλα “θαυμάσια”. Είναι μια τάση που είχε διαπιστωθεί και σε όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, μια μη-ρεαλιστική υπεραισιοδοξία που συγκαλύπτει την πραγματικότητα. Συνήθως παραδέχεται τις δυσκολίες μόνο αν αφορούν στο παρελθόν. Το ίδιο ισχύει και για τη σχέση της με το σύζυγό της, όπως και για την άποψη που έχει για αυτόν. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να αντιμετωπίζει τώρα μια κατάσταση που δεν περίμενε και να θεωρεί δυσβάστακτες τις απαιτήσεις του μωρού. Παραδέχεται ότι αγανακτεί επειδή αναγκάζεται να αφιερώσει τόσο χρόνο και ενέργεια στο μωρό, αν και λέει πως αυτό συνέβη μόνο στην αρχή. Επίσης, επειδή τίποτα πλέον δεν είναι τόσο θαυμάσιο, θα έπρεπε ίσως να αναμένουμε να εκδηλώσει και κάποια δυσφορία για το ΟΚΒΕ, δεδομένου ότι εμείς θέλουμε να ανακαλύψουμε τι της συμβαίνει πραγματικά.
Ο κύριος Λ. δείχνει κάποια έλλειψη ευαισθησίας σε σχέση με το μωρό. Το σηκώνει κάπως απότομα για να το δείξει, με κίνδυνο να το καταπονήσει πέρα από τα όριά του, μόνο και μόνο για να αποδείξει την καλή του «υγεία». Επίσης, είναι μάλλον επιθετικός και δεσποτικός με τη γυναίκα του, η οποία ωστόσο μιλά επαινετικά για τον άντρα της, και λέει πως ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο ερωτευμένη μαζί του.
Η πεθερά της κυρίας Λ. παρευρίσκεται σχεδόν καθημερινά, και υπάρχουν βραδιές που κοιμάται εκεί, παρόλο που δεν συγκατοικεί μαζί τους. Η κυρία Λ. λέει ότι συνεργάζεται ικανοποιητικότατα με την πεθερά της, που τη βοηθά στο νοικοκυριό και στα ψώνια. Παροτρύναμε την κυρία Λ. να ασχολείται η ίδια με το μωρό, αλλά αν κρίνουμε από μερικά λεγόμενά της, φαίνεται πως και η πεθερά ασχολείται με το μωρό, και μάλιστα πολύ. Η κυρία Λ. δηλώνει πως δεν θα τα έβγαζε πέρα αν δεν είχε την πεθερά της και είναι βέβαιο ότι χρειάζεται τη βοήθεια του μπιμπερό. Θα εγκαταλείψει άραγε τον θηλασμό για το μπιμπερό;»
Σύνοψη: Κάτι δεν πήγε καλά. Το μωρό δυσανασχετούσε και κανείς δεν ήξερε γιατί. Αιωρείτο ένας υπαινιγμός πως η μητέρα αδυνατεί να λειτουργήσει όπως πρέπει. Η μητρότητα αποδείχτηκε τελικά πολύ πιο δύσκολη από όσο φανταζόταν.
Μήπως τελικά δεν ήταν τόσο καλά προσαρμοσμένη στη βιολογική λειτουργικότητα, όσο είχαμε υποθέσει; Ή μήπως υπήρχε κάποια άλλη κρυφή αιτία για τις δυσκολίες της;
Γνωρίζουμε ότι συνήθως, δεν παρουσιάζονται τέτοια προβλήματα στην παιδιατρική, η οποία ενδιαφέρεται να γίνουν απλώς οι «καθιερωμένες ενέσεις» με φάρμακα. Αν η μητέρα δυσανασχετεί, της δίνονται οδηγίες και της συστήνεται να ηρεμήσει, να χαλαρώσει, να τηρήσει ένα πρόγραμμα, κ.λπ. Σπάνια αναζητεί κανείς τις αιτίες του προβλήματος στη διαταραχή της επαφής μητέρας και παιδιού. Μία εβδομάδα αργότερα, λάβαμε την ακόλουθη αναφορά από την κοινωνική λειτουργό:
«Μίλησα σήμερα με τον ιατρό Μ., που επισκέφτηκε χτες τους Λ. Δεν έμεινε ικανοποιημένος από την κυρία Λ. Κατάλαβε πως υποφέρει από νευρικότητα και άγχος. Τα μάτια της ήταν ανέκφραστα. Ο ιατρός Μ. επιβεβαιώνει και όσα διαπιστώθηκαν στις προηγούμενες αναφορές. Στις ερωτήσεις του, η κυρία Λ. παραδέχτηκε ότι είχε αντιμετωπίσει δυσκολίες, αλλά τώρα όλα πήγαιναν καλά.»
Αποφασίστηκε να μεταβούν οι γονείς μαζί με το μωρό στο ’Οργονον[3] για να εξεταστεί διεξοδικότερα η κατάσταση. Διότι, προφανώς, η εμβάθυνση στις λεπτομέρειες μιας τέτοιας περίπτωσης έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από την επιφανειακή έρευνα εκατοντάδων άλλων και πρέπει να παραμείνει σε πιλοτικό στάδιο αρκετό καιρό ακόμα. Η ορθότητα αυτής της προσέγγισης απεδείχθη από όσα ακολούθησαν.
Πράγματι, οι γονείς έφεραν το 39 ημερών μωρό στο Όργονον. Ακολουθούν τα βασικά σημεία της συνέντευξης:
«ΕΡΩΤΗΣΗ (στη μητέρα): Αισθάνεστε ότι έχετε επαφή με το μωρό;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Συχνά ναι, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που δεν έχω.
Ε: Πώς καταλαβαίνετε ότι δεν έχετε επαφή;
Α: Δεν αισθάνομαι άνετα με το μωρό. Σαν να μην το κρατώ σωστά και το μωρό να μην νιώθει άνετα, κατόπιν γίνεται νευρικό και δυστυχισμένο.»
Η μητέρα είχε, ως επί το πλείστον, επαφή με το μωρό, ήξερε όμως και πότε δεν έχει. Σε αυτό το σημείο εκδηλώθηκε για πρώτη φορά η επικίνδυνη παρανόησή της περί «υγείας»:
Κάθε φορά που έχανε την επαφή με το μωρό της αισθανόταν ενοχές ότι δεν ήταν «υγιής» μητέρα και ότι δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε όσα ζητούσε το ΟΚΒΕ. Και το μωρό, αναμενόμενα, αντιδρούσε σε αυτήν την έλλειψη επαφής με δυσαρέσκεια. Τι έφταιγε όμως; Η προσωρινή έλλειψη επαφής ή το συναίσθημα ενοχής για την έλλειψη επαφής; Ασφαλώς το δεύτερο. Είναι φυσιολογικό μια μητέρα να χάνει προσωρινά την επαφή με το παιδί της ανά διαστήματα. Η επίγνωση ότι έχει χαθεί η επαφή είναι ένδειξη ζωντανής και σε εγρήγορση δομής. Τα συναισθήματα ενοχής, όμως, δεν έχουν καμιά θέση εδώ. Γιατί να νιώθει ενοχές μια μητέρα επειδή έχασε για λίγο την επαφή με το μωρό της; Και ποιες είναι οι συνέπειες τέτοιων συναισθημάτων ενοχής στον οργανισμό της και, μέσω αυτού, κατ’ επέκταση στο μωρό;
Παρόμοια ερωτήματα απασχολούν τις μητέρες σε όλον τον κόσμο. Η οργονοτική αίσθηση επαφής, μια λειτουργία του οργονοενεργειακού πεδίου τόσο της μητέρας όσο και του παιδιού, είναι άγνωστη στους περισσότερους ειδικούς. Παλαιότερα όμως, ο γιατρός του χωριού την ήξερε πολύ καλά.
Η οργονοτική επαφή είναι το πλέον ουσιώδες βιωματικό και συγκινησιακό στοιχείο της αμοιβαίας σχέσης μητέρας παιδιού, ιδιαίτερα στην προγεννητική περίοδο και κατά τις πρώτες ημέρες και εβδομάδες της ζωής. Το ίδιο το μέλλον του παιδιού εξαρτάται από αυτήν. Είναι ο πυρήνας της συγκινησιακής ανάπτυξης του νεογέννητου μωρού. Δεν γνωρίζουμε παρά ελάχιστα γι’ αυτήν. Ας την διερευνήσουμε, λοιπόν, περισσότερο.
Το επόμενο ζήτημα που εξετάστηκε στη συνέντευξη ήταν η αναζήτηση των επιπτώσεων της διαταραχής της επαφής στο παιδί.
«ΕΡΩΤΗΣΗ (προς τη μητέρα): Είναι επόμενο να δυσανασχετεί το παιδί όταν χάνετε την επαφή μαζί του. Το σημαντικό είναι ότι ξέρετε πότε συμβαίνει. Μια θωρακισμένη μητέρα πιθανότατα δεν θα το καταλάβαινε, και επομένως δεν θα μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση. Επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω μερικά πράγματα για να διαπιστώσουμε τα ακόλουθα:
- Γιατί χάνετε την επαφή με το μωρό.
- Πώς αντιδράτε όταν συμβαίνει αυτό.
- Τι συμβαίνει στο μωρό.
- Πώς καταλαβαίνετε τι θέλει το μωρό όταν κλαίει;
ΜΗΤΕΡΑ: Κλαίει διαφορετικά, ανάλογα τι θέλει. Έμαθα να το καταλαβαίνω. Μερικές φορές που δεν είμαι σίγουρη, δοκιμάζω διάφορα μέχρι να βρω το σωστό.
Ε: Έχετε δίκιο. Αν υπάρχει πλήρης επαφή, η μητέρα γνωρίζει τι θέλει το μωρό. Πρέπει, όμως, να απαλλαγούμε από την ιδέα ότι όλα πρέπει να είναι τέλεια, ότι πρέπει να έχετε διαρκώς επαφή μαζί του και ότι το μωρό πρέπει να είναι μονίμως ευτυχισμένο και υγιές. Το κρίσιμο δεν είναι αν το παιδί νιώθει καμιά φορά δυσάρεστα ή όχι, αλλά αν καταλαβαίνετε από τι υποφέρει και κατά πόσον μπορείτε να βγάλετε τον εαυτό σας και το μωρό από την εκάστοτε δυσάρεστη κατάσταση. Η υγεία δεν έγκειται στη μόνιμη απουσία δυσχέρειας ή νόσων, αλλά στη δυνατότητα του οργανισμού να αντεπεξέρχεται και να απαλλάσσεται από την εκάστοτε δυσχέρεια ή νόσο. Κάθε στόχευση προς ιδανικές καταστάσεις όπως η «απόλυτη ευτυχία» και η «απόλυτη υγεία», πρέπει να εγκαταλειφθεί αμέσως. Είναι μυστικιστικής φύσεως και αντί για καλό, προξενούν μεγάλο κακό. Εφόσον έχετε επίγνωση ότι περιστασιακά υποφέρετε από κατάθλιψη, αποδεικνύεται ότι λειτουργείτε σωστά ως μητέρα. Γνωρίζετε για ποιον λόγο νιώθετε κατάθλιψη;
Μ: Περιστασιακά, αισθάνομαι έντονα ότι με δεσμεύει και με συνθλίβει το βάρος της φροντίδας του μωρού. Δεν περίμενα ότι η φροντίδα του θα ήταν τόσο δύσκολη υπόθεση.
Ε: Είναι απολύτως φυσιολογικό για μια νέα και δραστήρια μητέρα, να νιώθει αυτό το βάρος και καμιά φορά να αγανακτεί. Για παράδειγμα, δεν μπορείτε να πάτε για χορό όποτε θέλετε, και ο χρόνος σας δεν σας ανήκει. Είναι επίσης αναμενόμενο ότι, επειδή νιώθατε χαρούμενη λόγω της προσμονής του μωρού, υπερεκτιμήσατε την ικανοποίηση και υποτιμήσατε τις υποχρεώσεις που θα αναγκαζόσαστε να αναλάβετε. Θα ήταν πολύ παράξενο, αν δεν νιώθατε πότε-πότε αγανάκτηση για το μωρό. Ωστόσο, η συγκράτηση τέτοιων συναισθημάτων και η άγνοια ότι πρόκειται για φυσιολογικές ανθρώπινες αντιδράσεις είναι, συγκινησιακά, πολύ επικίνδυνες και για σας και για το μωρό. Γι’ αυτό, μη στενοχωριέστε που χάνετε την επαφή ή που καμιά φορά αντιπαθείτε το μωρό. Νομίζω, όμως, ότι υπάρχει και κάτι άλλο. Μήπως νιώθετε πως δεν ανταποκρίνεστε όσο πρέπει στις απαιτήσεις μιας «υγιούς μητέρας»; Μήπως πιστεύετε πως μια «υγιής» μητέρα πρέπει να έχει ένα «τέλειο» μωρό, και να μην αισθάνεται ποτέ κατάθλιψη ή απελπισία;
Μ (τα μάτια της ξαφνικά ζωήρεψαν και τα μάγουλά της κοκκίνισαν): Ω ναι, νιώθω συνεχώς το βάρος της υποχρέωσης να είμαι πάντα υγιής και τέλεια. Φοβάμαι ότι δεν ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί σε σχέση με το μέλλον του μωρού.
Ε: Αυτό είναι πολύ σοβαρό. Εκτός από τη φυσιολογική σας αντίδραση στη δέσμευση που οφείλεται στο μωρό, αισθάνεστε και υποχρεωμένη να ανταποκριθείτε σε συγκεκριμένες προσδοκίες υγείας και τέλειας συμπεριφοράς. Δεν χρειάζεται να στενοχωριέστε καθόλου γι’ αυτά. Κάνει κακό και σε σας και στο μωρό. Ποιος περιμένει τόσα πολλά από σας;
Μ: Επειδή επιλέχθηκα ως μια από τις «υγιείς μητέρες» του ΟΚΒΕ, αισθάνομαι την υποχρέωση να μην αποτύχω. Αυτό με συνθλίβει. Ο άντρας μου περηφανεύεται συνέχεια που έχουμε ένα υγιές μωρό, αλλά αυτό δεν ισχύει. Το μωρό μου δεν είναι και τόσο υγιές. Το ξέρω, αλλά δεν ξέρω γιατί. Κάνω ό,τι μπορώ, αλλά δεν τα καταφέρνω. Σε ηλικία μόλις δύο εβδομάδων, το μωρό κρυολόγησε και από τότε δεν είναι καλά, παρ’ όλο που έχει αναρρώσει εδώ και καιρό.
Ε: Θα το δούμε κι αυτό πολύ σύντομα. Πρώτα, όμως, να μιλήσουμε και με τον σύζυγό σας. (Προς τον πατέρα): Έχετε επαφή με το μωρό; Το αγαπάτε;
ΠΑΤΕΡΑΣ: Το λατρεύω… πάντα μου χαμογελά, έχω καλή επαφή μαζί του … (Η φωνή του πατέρα είχε μια περίεργη απόχρωση, καθώς έλεγε πως το μωρό τού χαμογελά.)
Ε: Τι εννοείτε «πάντα μου χαμογελά»; Γιατί να σας χαμογελά;
Π: Του πιάνω τα πόδια, του τα τεντώνω, κάνω κάτι ήχους που του αρέσουν…
(Γιατί ο πατέρας να τεντώνει τα πόδια του μωρού;)
Ε: Δεν πρέπει να πειραματίζεστε με το μωρό. Να του κάνετε αυτά που θέλει, αλλά όχι μόνο και μόνο επειδή αρέσουν σε εσάς. Απλώς να είστε με το μωρό, να το χαίρεστε, αλλά όχι να το «χαζεύετε». Αποτραβηχτείτε.
(Η μητέρα επιβεβαίωσε ότι μερικές φορές αναγκάστηκε να τον σταματήσει.)
Ε: Έρχονται πολλοί επισκέπτες στο σπίτι; Παρεμβαίνουν σε αυτά που κάνετε; Τι γίνεται με τη μητέρα σας;
Μ: Μερικές φορές έρχονται άνθρωποι για να δουν το μωρό, αλλά δεν τους αφήνω να το πάρουν στα χέρια τους. Η πεθερά μου με βοηθά …»
Τα μάτια της μητέρας ήταν ανέκφραστα στο σημείο αυτό. Ρωτήθηκε για τη σχέση της με την πεθερά της. Ο έμπειρος οργονομιστής δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει ότι η συμπεριφορά της μητέρας άλλαξε. Φάνηκε να συγκρατείται και χλόμιασε. Κατόπιν, πολύ διστακτικά, είπε πως πολύ συχνά αναγκάζεται να τη βάζει στη θέση της, να της λέει να πάψει να δίνει διαταγές, και να την αφήνει να αποφασίζει μόνη της. Παραπονέθηκε ότι η έκφραση και η «επαφή» της γιαγιάς με το μωρό, δεν ήταν πάντα σωστές.
Της συστήσαμε να κρατήσει τη γιαγιά σε απόσταση από το παιδί και, αν καταλάβει πως το μωρό υποφέρει, να το αναλάβει η ίδια, χωρίς τη βοήθεια της γιαγιάς. Σε αυτό το ζήτημα γνώμονας έπρεπε να είναι, αποκλειστικά, αν το παιδί νιώθει καλά ή όχι, και τίποτε άλλο. Η επαφή με τη γιαγιά μπορούσε να συνεχιστεί όσο το παιδί την απολάμβανε.
Η μητέρα στη συνέχεια είπε πως για τους γείτονες και τους συγγενείς της στη μικρή πόλη όπου ζούσαν, η περιτομή των νεογέννητων αγοριών ήταν βασικό ζήτημα και δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί το καθυστερούν. Κάποια παράξενη σημασία φαινόταν να έχει για όλους εκείνους τους ανθρώπους που επέμεναν ότι έπρεπε να γίνει περιτομή στο μωρό. Σαν να εξυπηρετούσε, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, μια ισχυρή συγκινησιακή τους ανάγκη.
Η κατάσταση ήταν εξαιρετικά περίπλοκη με τους γονείς της μητέρας. Δεν είχε το θάρρος να τους πει πως δεν είχαν κάνει περιτομή στο μωρό. Τους είπε ψέματα «για να την αφήσουν ήσυχη». Τους βλέπει πολύ σπάνια και μας διαβεβαίωσε πως δεν θα μπορούσαν να της επιβάλουν οτιδήποτε αφορά στο παιδί. Δεν έδωσε, ωστόσο, περισσότερες εξηγήσεις για το γεγονός ότι τους είπε ψέματα. Ήταν όμως σαφές ότι αν δεν υπήρχε η εμπλοκή της με το ΟΚΒΕ, θα είχε υποκύψει στις προσδοκίες των γονέων της και το παιδί θα είχε υποστεί ένα σοβαρό τραύμα.
Προέκυπτε τώρα το ζήτημα κατά πόσον οι γονείς ήθελαν η ανατροφή του παιδιού να γίνει σύμφωνα με την εβραϊκή παράδοση. Η μητέρα δήλωσε πως δεν θέλει και πως δεν είχε καμιά σημασία, καθώς οι εθνικότητες είναι ιδεολογικά κατασκευάσματα. Ο πατέρας επέμενε πως θεωρούσε τον εαυτό του συνειδητά Εβραίο, και δεν έβλεπε για ποιο λόγο έπρεπε το παιδί να απαρνηθεί την καταγωγή του και να μη ανατραφεί ως Εβραίος. Λογάριαζε να διδάξει στο παιδί τις εβραϊκές παραδόσεις και την ιστορία των προγόνων του, για να γίνει «καλός Εβραίος», με συνείδηση της ιουδαϊκής κληρονομιάς του.
Στο σημείο αυτό διαφαινόταν μια επικείμενη σύγκρουση μεταξύ πατέρα και μητέρας, σε σχέση με ένα βασικό ζήτημα που αφορούσε το μέλλον του παιδιού. Γνωρίζαμε πολύ καλά ότι από τέτοιου είδους ζητήματα δημιουργείται σύγχυση και εσωτερική σύγκρουση στα παιδιά, εξαιτίας της διπλής εξάρτησής του από τον πατέρα και τη μητέρα. Επίσης, είναι γνωστό ότι ο γονέας που θα υποχωρήσει δυσφορεί και νιώθει ότι νικήθηκε από τον άλλο. Επρόκειτο για κάτι στο οποίο θα δοκιμαζόταν η λογική και η αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων του ΟΚΒΕ. Η σύγκρουση ανάμεσα στην πιο ανοιχτόμυαλη μητέρα και στον περισσότερο προσανατολισμένο προς την εθνική ταυτότητα πατέρα, δεν μπορούσε να λυθεί παρά μόνο βάσει του «τρίτου παράγοντα», δηλαδή βάσει της κοινής αρχής λειτουργίας, που ήταν αποκλειστικά και μόνο, το συμφέρον του παιδιού. Σύμφωνα μ’ αυτά, ο γιατρός προσπάθησε να εξηγήσει στους γονείς την άποψη του ΟΚΒΕ.
Ήταν ευνόητο ότι τόσο η μητέρα, όσο και ο πατέρας είχαν κάθε δικαίωμα να πιστεύουν και να ενεργούν σύμφωνα με τις απόψεις τους. Ωστόσο, ο γιατρός που τους είχε αναλάβει πίστευε πως η μητέρα εκπροσωπούσε τα συμφέροντα του παιδιού πληρέστερα από τον πατέρα. Αν επικρατούσε η άποψη της μητέρας το παιδί θα είχε, αργότερα, τη δυνατότητα να αποφασίσει το ίδιο αν θέλει να ενστερνιστεί την εβραϊκή παράδοση ή όχι. Αν, αντιθέτως, επικρατούσε η άποψη του πατέρα, το παιδί δεν θα είχε καμία δυνατότητα επιλογής, και θα ήταν υποχρεωμένο να αποδεχτεί, σε ηλικία που δεν θα μπορούσε να υπερασπίσει τον εαυτό του, ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό και θρησκευτικό πρότυπο, το οποίο αργότερα ενδεχομένως να απεχθάνεται και να απορρίπτει.
Υπό την ιδία λογική, θα καθόριζε ο πατέρας προκαταβολικά, όπως συνέβαινε πριν από μερικές δεκαετίες και ακόμα και σήμερα συμβαίνει, αν το παιδί θα γίνει μαραγκός ή δικηγόρος; Ο πατέρας ισχυρίστηκε, φυσικά, πως δεν θα προσπαθούσε ποτέ να κάνει κάτι τέτοιο. Και τότε γιατί να θέλει να αποφασιστεί από τώρα ότι το παιδί θα ανατραφεί ως Εβραίος; Στην αρχή, ο πατέρας δεν καταλάβαινε το επιχείρημα. Πίστευε ότι άλλο να είναι κανείς Εβραίος και άλλο να είναι μαραγκός. Ότι ο ιουδαϊσμός είναι κάτι που κληρονομείται, που υπάρχει από τη στιγμή της γέννησης. Ο γιατρός διαφωνούσε. Τα παιδιά ούτε Εβραίοι γεννιούνται, ούτε μαραγκοί, ούτε τίποτε άλλο και ότι όλα αυτά είναι προκαταλήψεις του κοινωνικού περιβάλλοντος. Το παιδί, τη στιγμή που γεννιέται δεν είναι παρά ένα εύπλαστο βιοενεργειακό σύστημα, έτοιμο να ενσωματώσει οτιδήποτε προερχόμενο από το περιβάλλον, αρκεί να του εντυπωθεί επίμονα. Ο εξαναγκασμός τού παιδιού να γίνει Εβραίος δεν θα εξυπηρετούσε την ανάπτυξή του προς την ανεξαρτησία και προς την αυτορρύθμιση, που και οι δυο γονείς ήθελαν να εξασφαλίσουν. Ακριβώς όπως με την υποχρεωτική περιτομή εκδηλώνεται μια εξαιρετικά βίαιη επέμβαση στην έμφυτη ελευθερία του ατόμου, έτσι και με τον πρώιμο καθορισμό της πολιτισμικής ταυτότητας ή του επαγγέλματος ενός παιδιού, παραβιάζονται τα δικαιώματά του, και το εξαναγκάζουν, στην πιο εύπλαστη ηλικία του, να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη προαποφασισμένη κατεύθυνση. Ο ιουδαϊσμός είναι καλός για όποιον τον ενστερνίζεται. Πρέπει να γίνεται σεβαστός, όπως και κάθε άλλη πίστη των ανθρώπων. Δεν υπάρχει τίποτα κακό στον ιουδαϊσμό, εφόσον δεν επεμβαίνει στα δικαιώματα των παιδιών και στη φυσική τους ανάπτυξη. Είναι απολύτως αποδεκτό, ένα παιδί μεγαλώνοντας να δείξει προτίμηση προς τον ιουδαϊσμό. Θα ήταν επιλογή του. Όχι όμως από τις πρώτες ημέρες ή από τα πρώτα πέντεδέκα χρόνια της ζωής του. Αργότερα, μπορεί να θελήσει να ασπαστεί την καθολική ή τη μωαμεθανική πίστη ή να λατρεύει τη φύση, ή ελεύθερο από τέτοιου είδους πεποιθήσεις απλώς να χαίρεται τη ζωή. Η άποψη του πατέρα δεν είχε καμιά σχέση με το συμφέρον του παιδιού, δηλαδή με το κριτήριο που έπρεπε να καθορίζει αποκλειστικά την ανατροφή του. Κατά την κεντρική άποψη του ΟΚΒΕ, η ανάπτυξη του παιδιού δεν πρέπει να επηρεάζεται από κανένα κρατικό, πολιτιστικό, θρησκευτικό ή εθνικό κ.λπ. συμφέρον. Ακόμη και το κράτος δίνει στους πολίτες του το απόλυτο δικαίωμα να καθορίζουν πού θα γεννηθούν τα παιδιά τους, και ποιας χώρας πολίτες θέλουν να γίνουν, εκτός φυσικά από τις χώρες των «ελευθερωτών».[4] Διαφορετικά, η έννοια και η σημασία της ελευθερίας και της αυτορρύθμισης παύουν να υπάρχουν και αχρηστεύονται από την αρχή.
Ο πατέρας τελικά κατάλαβε τι υποστηρίζει το ΟΚΒΕ, αλλά συναισθηματικά εξακολουθούσε να μένει προσκολλημένος στη δική του άποψη. Υποσχέθηκε να ξανασκεφτεί το ζήτημα και να ανακοινώσει αργότερα την απόφασή του.
Η έναρξη της θωράκισης στην ηλικία των πέντε εβδομάδων
Από την οργονομική ιατρική γνωρίζουμε ότι οι βασικότερες λειτουργίες των βιοπαθειών αρχίζουν να αναπτύσσονται προγεννητικά και αμέσως μετά τη γέννηση. Η ψυχολογική και η ψυχαναλυτική προσέγγιση μπορούν να εφαρμοστούν από την ηλικία που διαμορφώνεται η γλώσσα, δηλαδή από το τρίτο περίπου έτος της ζωής και μετά. Πριν από αυτήν την ηλικία, είμαστε υποχρεωμένοι να στηριχθούμε στην εκφραστική, συγκινησιακή γλώσσα και στην οργονοτική επαφή με το ζωντανό σύστημα του μωρού.
Από το περιστατικό που εξετάζουμε επιβεβαιώθηκε ότι για να φτάσουμε στις πηγές τής θωράκισης, είναι απαραίτητο να διεισδύουμε σε αυτό το βαθύτερο άφατο επίπεδο. Το αγοράκι προσβλήθηκε από βρογχίτιδα κατά τη δεύτερη εβδομάδα της ζωής του. Τέτοιου είδους περιστατικά θεωρούνται συνήθως ως «κρύωμα» ή «συνάχι», που «θα περάσει μόνο του, χωρίς άλλες συνέπειες». Στην οργονομία εργαζόμαστε διαφορετικά. Ρωτάμε:
- Για ποιο λόγο εμφανίστηκε το κρύωμα;
- Εμπλέκονται βιοενεργειακές λειτουργίες σε αυτό;
- Ποιες είναι οι πιθανές συνέπειες ενός τέτοιου κρυώματος, σε τόσο πρώιμη ηλικία, για τη βιοφυσική λειτουργικότητα του μωρού;
Το μωρό μας ήταν χλωμό και το άνω μέρος του στήθους του «ήσυχο». Κατά την αναπνοή ακουγόταν συριγμός και η κίνηση του στήθους του δεν ήταν κανονική. Η εκπνοή ήταν ρηχή. Με τη στηθοσκόπηση διαπιστώθηκαν βρογχικά ακροαστικά. Γενικά, το παιδί φαινόταν να δυσανασχετεί. Αντί να κλαίει δυνατά, κλαψούριζε. Η κινητικότητά του ήταν περιορισμένη και η όψη του άρρωστη.
Πριν απ’ όλα έπρεπε να διαπιστώσουμε αν η καταστολή της αναπνοής είχε εμφανιστεί αμέσως μετά το κρύωμα. Η μητέρα επιβεβαίωσε ότι το στήθος του παιδιού «έβραζε» από τη στιγμή που «κρύωσε». Ήταν εμφανές ότι το πρόβλημα στο στήθος παρέμενε.
Εξετάζοντας το στήθος ανακαλύψαμε ότι οι μεσοπλεύριοι μύες είναι σκληροί και υπερευαίσθητοι στην ψηλάφηση. Το στήθος δεν είχε ακόμα σκληρυνθεί συνολικά, αλλά παρέμενε σε στάση εισπνοής και το άνω τμήμα του προέβαλε προς τα έξω. Κανείς συμβατικά καταρτισμένος γιατρός δεν θα μπορούσε να υποθέσει ότι κάτι δεν πάει καλά.
Το στήθος, υπό την επίδραση ενός ήπιου ερεθισμού των μεσοπλεύριων μυών, μαλάκωσε αλλά δεν υποχωρούσε πλήρως όταν το πιέζαμε προς τα κάτω. Το μωρό άρχισε αμέσως να κινείται ζωηρά. Η αναπνοή βελτιώθηκε αισθητά, και το παιδί άρχισε να φταρνίζεται (ξεσπάσματα ξαφνικών εκπνοών), να χαμογελά, ύστερα έβηξε ζωηρά πολλές φορές, μέχρι που τελικά ούρησε. Ήταν εμφανές ότι χαλάρωσε. Η πλάτη, που προηγουμένως είχε κυρτώσει προς τα πίσω, καμπυλώθηκε προς τα εμπρός και τα μάγουλά του ρόδισαν. Ο συριγμός έπαψε. Η μητέρα ενημερώθηκε ότι αυτή η πρώτη θωράκιση της αναπνοής, παρόλο που δεν ήταν σοβαρού βαθμού, μπορεί να επανεμφανιστεί. Έπρεπε να μάθει να αποκαθιστά μόνη της την κίνηση του στήθους σε κάθε επανεμφάνισή της ερεθίζοντας ήπια με γαργάλημα τους μεσοπλεύριους θωρακικούς μυς. Το μωρό, μετά την παροχή των «πρώτων βοηθειών» κατάφερε να απαλλαγεί μόνο του από τη θωράκιση. Συνεπώς, η θωράκιση δεν μπορούσε να θεωρηθεί χρόνια σε αυτήν τη φάση. Οι γονείς, όμως, προειδοποιήθηκαν να προσέχουν να μη γίνει αυτή η θωρακική ακαμψία χρόνια. Έπρεπε να την διαλύουν αμέσως μόλις εμφανιζόταν.
Θεωρητικά, είχαμε ανακαλύψει κάτι καινούριο και σημαντικό όσον αφορά στην πρώιμη θωράκιση των μωρών. Το ίδιο το «κρύωμα» μπορούσε να θεωρηθεί αποτέλεσμα μιας συστολής (συμπαθητική αντίδραση) του οργανισμού, που προκλήθηκε εξαιτίας της έλλειψης επαφής με τη μητέρα. Με μια τέτοια συστολή προκαλείται υποχρεωτικά ωχρότητα, μείωση της περιφερικής βιοενεργειακής φόρτισης και της θερμοκρασίας του σώματος. Η συστολή εστιάζεται στο στήθος, ως βρογχίτιδα, δηλαδή ως συμπαθητικής φύσεως διέγερση των βρόγχων με αύξηση των εκκρίσεων βλέννας. Σύμφωνα με τα παραπάνω, αιτία του τοπικού σωματικού συμπτώματος είναι μια γενικότερη βιοενεργειακή διαταραχή. Στη συνέχεια, εξαιτίας του συμπτώματος, επιτείνεται η βιοενεργειακή συστολή και εμποδίζεται η πλήρης εκπνοή. Αυτό δημιουργεί άγχος και νευρικότητα, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται ακόμη περισσότερο η ολοκληρωμένη επαφή του μωρού με τη μητέρα. Η μητέρα, υπό το βάρος της σύγκρουσης, των τύψεων και της αγανάκτησής της, αποτυγχάνει να αποκτήσει πλήρη επαφή με το μωρό. Έτσι δημιουργείται ο ακόλουθος φαύλος κύκλος: αρχική συστολή, «κρύωμα», αδυναμία επαφής, νέα κρυώματα, περιορισμός της αναπνοής, αϋπνίες, δυσφορία της μητέρας, ανορθολογική συμπεριφορά, και ούτω καθ’ εξής. Αυτός ο φαύλος κύκλος πιθανότατα αποτελεί τον πυρήνα γύρω από τον οποίο θα σωρευτούν αργότερα άλλα επιζήμια βιοπαθητικά στρώματα. Ακριβώς αυτά τα στρώματα προσπαθούμε να διαλύσουμε για να αντιμετωπίσουμε τις βιοπάθειες σε ενήλικες.
Όσο για αυτό το πρώιμο σωματικό σύμπτωμα που αναφέρθηκε, δεν είναι παρά ένα μικρό γρανάζι στη μεγάλη μηχανή που λέγεται «βιοπάθεια». Δηλαδή, το συγκεκριμένο «κρύωμα» ήταν απόρροια μιας βιοενεργειακής, δηλαδή συγκινησιακής, διαταραχής της ενεργειακής ισορροπίας, και όχι προσβολής από αθώα «μικρόβια του αέρα» ή από ιούς που κανείς δεν έχει δει. Το «κρύωμα» των μωρών είναι άμεση εκδήλωση του ερεθισμού των βλεννογόνων του αναπνευστικού συστήματος, που οφείλεται σε ανισορροπία του ενεργειακού μεταβολισμού, λόγω έλλειψης οργονοτικής επαφής.[5] Αργότερα, οι χρονίως ερεθισμένοι βλεννογόνοι θα λειτουργούν ανεξάρτητα από συγκινησιακούς ερεθισμούς και η βιοενεργειακή διαταραχή θα έχει ενσωματωθεί δομικά ως «προδιάθεση για κρύωμα».
Αυτές οι νέες γνώσεις έχουν εξαιρετική σημασία για πολλούς λόγους:
- Πρώτον, αποτελούν ένα πολύτιμο εργαλείο προσπέλασης προς το υπόβαθρο των χρόνιων νοσημάτων. Αυτό που γενικά ονομάζουμε «προδιάθεση στη νοσηρότητα», δεν είναι παρά βιοφυσικές διαταραχές της βιοενεργειακής λειτουργικότητας κατά τη βρεφική ηλικία.
- Δεύτερον, μάθαμε ότι η οργονοτική επαφή μητέρας μωρού έχει πρωταρχική σημασία για την κατανόηση και για την ιατρική αντιμετώπιση ανεπιθύμητων συμβάντων κατά τη βρεφική ηλικία, τα οποία προηγουμένως παραβλέπαμε.
- Τρίτον, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε τη γλώσσα με την οποία εκφράζονται οι συγκινήσεις του μωρού, γεγονός πολύ ελπιδοφόρο. Μπορούμε έτσι να ελπίζουμε, με κάποια βεβαιότητα, πως η ομίχλη από την οποία καλύπτονται σήμερα οι πρώιμες παιδικές ασθένειες, σιγά σιγά θα διαλυθεί.
Οφείλουμε να δηλώσουμε σαφώς, πως όλα αυτά δεν είναι παρά η αρχή. Για να κατανοήσουμε σε βάθος τις αιτίες εμφάνισης ασθενειών κατά τη βρεφική ηλικία, θα χρειαστεί να εργασθούν πολλοί και για πολλές δεκαετίες.
Την επόμενη ημέρα, το μωρό παρουσιάστηκε σε τριάντα περίπου γιατρούς, παιδαγωγούς, κοινωνικούς λειτουργούς και εργαζόμενους στο εργαστήριο. Η δυσκολία στην αναπνοή είχε, σε κάποιον βαθμό, επανεμφανιστεί. Αυτή τη φορά η αποδόμηση της θωράκισης έγινε πιο εύκολα, και το μωρό μπόρεσε να ουρλιάξει δυνατά, ενώ προηγουμένως κλαψούριζε αδύναμα.
Δέκα ημέρες αργότερα, λάβαμε την ακόλουθη αναφορά από την κοινωνική λειτουργό μας:
«Η μητέρα ανέφερε πως το μωρό “ζωντάνεψε” μετά τη μετάβασή του στο Όργονον. Κοιμόταν ήσυχο καθ’ όλη τη διαδρομή προς το σπίτι, ενώ προηγουμένως κοιμόταν ελάχιστα. Τώρα πλέον, υπάρχουν φορές που κοιμάται όλη νύχτα ή τουλάχιστον έξι έως οκτώ ώρες συνεχόμενα. Έχει μεγάλη ζωντάνια όταν τρώει, και κλαίει δυνατά. Μόλις ξυπνήσει χαμογελά και συχνά «μιλάει». Η μητέρα έχει πλέον πλήρη επίγνωση της οργονοτικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην ίδια και στο μωρό. Αισθάνεται καλά και έχει αυτοπεποίθηση. Δεν χάνει την επαφή με το μωρό, και το μωρό αντιδρά με μεγάλη ευχαρίστηση στη σωματική επαφή. Κλαίει πολύ πιο έντονα και είναι πολύ πιο “απαιτητικό” από προηγουμένως. Αν όμως οι ανάγκες του δεν ικανοποιηθούν αμέσως μόλις κλάψει, το σώμα του σφίγγεται, κοκκινίζει, κυρτώνει τη ράχη του και συγκρατεί την αναπνοή του.
Εξακολουθεί να αναπνέει με συριγμό, συνήθως όταν κινείται ζωηρά και κλωτσάει, αλλά ποτέ όταν κοιμάται. Αν το στήθος του κρατηθεί σε θέση εισπνοής, η μητέρα την απελευθερώνει με επιτυχία πιέζοντάς το ή ερεθίζοντας ήπια τα μεσοπλεύρια διαστήματα στα πλάγια του στήθους. Αυτό αρέσει στο μωρό. Το σώμα υποχωρεί, “υποκύπτει”, αλλά ο συριγμός κατά την αναπνοή παραμένει. Γενικά, η μητέρα θεωρεί ότι το στήθος του εξακολουθεί να είναι, σε κάποιον βαθμό, κρατημένο ψηλά σε στάση εισπνοής. Μερικές φορές είχα την εντύπωση ότι αναπνέει “απεγνωσμένα”.»
Όσα περισσότερα παιδιά εξετάζαμε τόσο περισσότερο κατανοούσαμε τη μεγάλη σημασία της αναπνευστικής θωράκισης σε πρώιμη ηλικία. Ήταν φανερό, ότι για κάποιον λόγο το τμήμα του σώματος που επηρεάζεται πρώτο και σοβαρότερα από τη συγκινησιακή, βιοενεργειακή δυσφορία είναι η διαφραγματική χώρα. Στην περίπτωση που παρουσιάζουμε, η πρώιμη βρογχίτιδα επιδείνωσε την αναπνευστική θωράκιση και συνετέλεσε στη διατήρησή της για ασυνήθιστα μεγάλο διάστημα. Εμφανώς, η θωράκιση του διαφραγματικού τμήματος του μωρού μετατρεπόταν σε χρόνια. Υπήρχε, ωστόσο, η ελπίδα ότι με τη συνεχή επαγρύπνηση όσον αφορά στον συριγμό που ήταν αποτέλεσμα της αναπνευστικής θωράκισης, και με τις άμεσα προσφερόμενες από τη μητέρα πρώτες βοήθειες, ο κίνδυνος χρόνιας θωράκισης του στήθους θα μπορούσε τελικά να αποφευχθεί. Και μαζί με αυτήν, θα εξαφανιζόταν και η όποια «προδιάθεση για κάτι».
Μετά από το περιστατικό που παρουσιάζεται, εστιαστήκαμε ιδιαίτερα στο ιστορικό θωρακισμένων μικρών παιδιών, για να διαπιστώσουμε κατά πόσον η αναπνευστική θωράκιση είναι ή όχι ο προτιμώμενος μηχανισμός πρόκλησης συγκινησιακών διαταραχών κατά τη βρεφική ηλικία. Ήταν πολύ πιθανόν η διαφραγματική θωράκιση κατά τη βρεφική ηλικία να σχετίζεται με την έντονη συγκινησιακή διεγερσιμότητα του κεντρικού κοιλιακού πλέγματος, το οποίο βρίσκεται στη διαφραγματική χώρα. Αναμενόμενα, οι υπόλοιπες θωρακίσεις εξαπλώνονται στο υπόλοιπο σώμα εκατέρωθεν του κοιλιακού πλέγματος. Αυτή η προσέγγιση, που θα μελετούσαμε διεξοδικά, ήταν ιδιαίτερα υποσχόμενη όσον αφορά στην έγκαιρη πρόληψη των βιοπαθειών.
Τρεις εβδομάδες αργότερα, ο οργονομιστής που παρακολουθούσε το μωρό ανέφερε ότι παρουσιάζει μεγάλη βελτίωση. Το βάρος του είχε διπλασιαστεί και φαινόταν μεγαλόσωμο για την ηλικία του (οι γονείς του ήταν μάλλον μικροκαμωμένοι). Ήταν πλέον στρουμπουλό και το δέρμα του είχε το ροζ χρώμα της υγείας. Το πιο εντυπωσιακό ήταν η ζωηρή και συνεχής κινητικότητά του. Σύμφωνα με την αναφορά του γιατρού, οι εκφράσεις του προσώπου του αντανακλούσαν όσα έκανε. Η έκφρασή του άλλαζε διαρκώς δείχνοντας δύναμη, κατόπιν ένταση, γλυκύτητα, μειδίαμα κ.λπ. Συχνά έβγαζε ήχους ευχαρίστησης και έδειχνε να καταλαβαίνει πλήρως τι συμβαίνει γύρω του. Γενικότερα, ήταν ζωηρό, δραστήριο και ευτυχισμένο.
Όμως, ο συριγμός εξακολουθούσε να είναι αισθητός σχεδόν συνεχώς. Υποχωρούσε μόνο όταν το μωρό σταματούσε τις δραστηριότητές του. Η μητέρα είχε μάθει, παίζοντας με το παιδί, να απελευθερώνει το στήθος από το κράτημά του σε στάση εισπνοής. Το μωρό έδειχνε να το απολαμβάνει. Το στήθος «υποχωρούσε» και το μωρό φαινόταν ευτυχισμένο, ωστόσο ο συριγμός επέμενε. Ούτε η διάλυση της καθήλωσης είχε μόνιμο αποτέλεσμα, δεδομένου ότι λίγο αργότερα, το στήθος επέστρεφε σε θέση εισπνοής. Η κοιλιά ήταν κάπως σκληρή, και μαλάκωνε μόνο όταν το μωρό έτρωγε.
Από την άλλη μεριά, οι φωνές και το κλάμα του ήταν πολύ πιο ελεύθερα και ζωηρά απ’ όσο πριν τρεις εβδομάδες, δηλαδή πριν την πρώτη άμεση θεραπευτική παρέμβαση. Τότε, όπως θυμόμαστε, σιγόκλαιγε με λυγμούς. Επίσης, κοιμάται πολλές ώρες συνεχόμενα και τρώει τακτικά, κάθε τέσσερις ώρες περίπου. Η διατροφή του περιλαμβάνει πολτοποιημένα φρούτα κάθε είδους, χυμούς και βιταμίνες. Οι κενώσεις του είναι ομαλές, μια φορά την ημέρα. Καμιά φορά, μετά από γεύμα, τα χείλη του τρεμουλιάζουν εκδηλώνοντας στοματικό οργασμό. Η μητέρα φροντίζει να μπαίνει το μωρό στον συσσωρευτή οργονικής ενέργειας μια δυο φορές την ημέρα, από τρία ως πέντε λεπτά τη φορά. Τα πέντε λεπτά είναι μέγιστο, μετά το μωρό γίνεται ανήσυχο και δείχνει πως δεν θέλει να παραμείνει περισσότερο. Το σώμα του κοκκινίζει έντονα στο εσωτερικό του συσσωρευτή, δίχως όμως να ιδρώνει. Η μητέρα χρησιμοποιεί κι αυτή τον συσσωρευτή σε τακτική βάση. Στο εσωτερικό του αισθάνεται σαν να «βουλιάζει» και να «απλώνεται», ενώ η αναπνοή της βαθαίνει.
Από την παραπάνω αναφορά προκύπτει ένα πρώτο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Η κατάσταση του μωρού βελτιώθηκε πολύ. Απομένει να διαπιστώσουμε πώς και πότε θα επανεμφανιστεί ή θα επιδεινωθεί το πρώτο τραύμα που υπέστη. Βέβαια, η αντιμετώπισή του βασίζεται πλέον σε ασφαλείς γνώσεις που θα διευρύνονται με τα νέα στοιχεία που θα προκύπτουν. Ένα είναι βέβαιο: Με όρους «υγείας» τίποτα δεν είναι απόλυτο. Κατά την ορθολογική ανατροφή των μωρών παρουσιάζονται πολλά μεγάλα και μικρά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιδεξιότητα. Ο θωρακισμένος γονέας δεν θα συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει πρόβλημα ή κι αν ακόμα το συνειδητοποιήσει θα είναι ανήμπορος, εφόσον του λείπει η άμεση οργονοτική επαφή. Ο αθωράκιστος θα καταλάβει αμέσως ότι υπάρχει πρόβλημα και, σε μερικές περιπτώσεις, θα είναι σε θέση να δώσει τις πρώτες βοήθειες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, κανένα μέτρο δεν λαμβάνεται και το πρόβλημα παραμένει, εξ αιτίας της άγνοιας. Η απαραίτητη κατάρτιση για την πρώτη φροντίδα των μωρών αποκτάται σταδιακά, μέσω των πολλών εμπειριών και των πολλών παρατηρήσεων. Πρόκειται, πραγματικά, για μακροχρόνια και επίπονη προσπάθεια. Αλλά είναι η μόνη που μπορεί να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα.
Παραμένει άγνωστο πόσες από αυτές τις λεπτές και εξαιρετικά αυθόρμητες ενέργειες, που εμπλέκονται σε μια ανθρώπινη αμοιβαία σχέση και σε ηλικία που δεν υπάρχει λεκτική επικοινωνία, μπορούν να διδαχθούν σε μητέρες και σε πατέρες, σε παιδαγωγούς και σε γιατρούς. Ας ελπίσουμε τελικά να βρει και αυτό το πρόβλημα τη σωστή του λύση, με την υπομονή και με τη διεξοδική απροκατάληπτη έρευνα. Επίσης, έχει μεγάλη σημασία να μην δημιουργηθεί μέσα από όλα αυτά ένα νέο άπιαστο ιδανικό, η «τέλεια» οργονοτική επαφή μητέρας-παιδιού. Ας αφήσουμε τις μητέρες να χαρούν τα μωρά τους, και η επαφή θα αναπτυχθεί μόνη της.
[1] στμ: Πρόκειται για μια προσπάθεια μελέτης του υγιούς παιδιού, η οποία ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1949, υπό την καθοδήγηση του Βίλχελμ Ράιχ. Το έργο του επικεντρωνόταν στην αναπτυξιακή πορεία από τη σύλληψη στον τοκετό, και μέχρι την ηλικία των πέντε με έξι χρόνων.
[2] στεε: Με τον όρο «σπαστική μήτρα», ο συγγραφέας εννοεί τη θωρακισμένη μήτρα, η οποία βρίσκεται σε κατάσταση χρόνιας μυϊκής σύσπασης και χρόνιας συμπαθητικοτονίας και, ενδεχομένως, να είναι ανοργασμική, δηλαδή ανίκανη να παραδοθεί στον οργασμικό σπασμό.
[3] στμ: Όργονον: Η ονομασία της οικίας του Ράιχ και των εγκαταστάσεων του Ιδρύματος Βίλχελμ Ράιχ, κοντά στην πόλη Ρέιντζλι, της πολιτείας Μέιν των ΗΠΑ.
[4] στμ: Εννοεί φυσικά τους δικτάτορες των «κομμουνιστικών» καθεστώτων που δεν αφήνουν παρά ελάχιστες ελευθερίες στους πολίτες τους.
[5] στεε: Είναι ευρέως αποδεκτό πλέον ότι οι ψυχοπιεστικοί παράγοντες ελαττώνουν την ετοιμότητα και την ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να αντιμετωπίζει τις λοιμώξεις. Εξάλλου, η ελλιπής οργονοτική φόρτιση των ιστών, εξαιτίας της τοπικής θωράκισης, ευνοεί την βιοπαθητική τους προσβολή.
[1] στμ: Πρόκειται για μια προσπάθεια μελέτης του υγιούς παιδιού, η οποία ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1949, υπό την καθοδήγηση του Βίλχελμ Ράιχ. Το έργο του επικεντρωνόταν στην αναπτυξιακή πορεία από τη σύλληψη στον τοκετό, και μέχρι την ηλικία των πέντε με έξι χρόνων.
[2] στεε: Με τον όρο «σπαστική μήτρα», ο συγγραφέας εννοεί τη θωρακισμένη μήτρα, η οποία βρίσκεται σε κατάσταση χρόνιας μυϊκής σύσπασης και χρόνιας συμπαθητικοτονίας και, ενδεχομένως, να είναι ανοργασμική, δηλαδή ανίκανη να παραδοθεί στον οργασμικό σπασμό.
[3] στμ: Όργονον: Η ονομασία της οικίας του Ράιχ και των εγκαταστάσεων του Ιδρύματος Βίλχελμ Ράιχ, κοντά στην πόλη Ρέιντζλι, της πολιτείας Μέιν των ΗΠΑ.
[4] στμ: Εννοεί φυσικά τους δικτάτορες των «κομμουνιστικών» καθεστώτων που δεν αφήνουν παρά ελάχιστες ελευθερίες στους πολίτες τους.
[5] στεε: Είναι ευρέως αποδεκτό πλέον ότι οι ψυχοπιεστικοί παράγοντες ελαττώνουν την ετοιμότητα και την ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να αντιμετωπίζει τις λοιμώξεις. Εξάλλου, η ελλιπής οργονοτική φόρτιση των ιστών, εξαιτίας της τοπικής θωράκισης, ευνοεί την βιοπαθητική τους προσβολή.