Γενετήσιος και νευρωτικός χαρακτήρας

Από το βιβλίο Η ανάλυση του χαρακτήρα, τόμος Α΄, του Βίλχελμ Ράιχ, M.D., εκδόσεις Ρέω, Αθήνα 2023, σ. 268-291.

Ο Γενετήσιος χαρακτήρας και ο Νευρωτικός χαρακτήρας

(Η σεξοικονομική λειτουργία της χαρακτηροθωράκισης)

Ο ΓΕΝΕΤΗΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΕΥΡΩΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ

(Η λειτουργία της χαρακτηρολογικής θωράκισης
στη σεξουαλική οικονομία του οργανισμού)

1. Χαρακτήρας και σεξουαλική λίμναση

Α

ς στρέψουμε τώρα την προσοχή μας στα αίτια εξαιτίας των οποίων διαμορφώνεται ένας χαρακτήρας καθώς και στη λειτουργία του στην ενεργειακή οικονομία του οργανισμού.

Με τη μελέτη της δυναμικής λειτουργίας των χαρακτηρολογικών αντιδράσεων και με τη μελέτη της σκοπιμότητάς τους ανοίγει ο δρόμος για την απάντηση του πρώτου ερωτήματος: αποδεικνύεται ότι ο χαρακτήρας είναι, κατά κύριο λόγο, ένας ναρκισσιστικός αμυντικός μηχανισμός.[1] Φαίνεται, λοιπόν, λογικό να δεχθούμε ότι εφόσον ο χαρακτήρας στην ουσία προστατεύει το Εγώ, μεταξύ των άλλων και κατά την ανάλυση, πρέπει να είναι εξαρχής ένας μηχανισμός απόκρουσης κινδύνου. Κάτι που προκύπτει και από την ανάλυση του χαρακτήρα των διαφόρων ασθενών από τις οποίες φαίνεται —αν ο αναλυτής καταφέρει να διεισδύσει στο τελευταίο στάδιο της ανάπτυξης του χαρακτήρα, δηλαδή στο οιδιπόδειο στάδιο— ότι ο χαρακτήρας διαπλάθεται αφενός υπό την απειλή των εξωτερικά προερχόμενων κινδύνων, και αφετέρου από τις πιεστικές απαιτήσεις του Εκείνο.

Βασιζόμενος στη θεωρία του Λαμάρκ (Lamarck), ο Φρόιντ και ιδιαιτέρως ο Φερέντσι, διέκριναν ότι στο πλαίσιο της ψυχικής ζωής ο οργανισμός προσαρμόζεται αυτοπλαστικά και αλλοπλαστικά. Αλλοπλαστικά, ο οργανισμός επεμβαίνει και αλλάζει το περιβάλλον (τεχνολογία και πολιτισμός)· αυτοπλαστικά, επεμβαίνει και αλλάζει τον εαυτό του — και στις δύο περιπτώσεις για να επιβιώσει. Με βιολογικούς όρους, η διαμόρφωση του χαρακτήρα είναι μια αυτοπλαστική λειτουργία που κινητοποιείται από ενοχλητικά και δυσάρεστα ερεθίσματα προερχόμενα από τον εξωτερικό κόσμο (δομή της οικογένειας). Εξαιτίας της σύγκρουσης μεταξύ Εκείνο και εξωτερικού κόσμου (με αποτέλεσμα τον περιορισμό ή και την πλήρη ματαίωση της λιμπιντικής ικανοποίησης), και παρακινούμενη από το άγχος πραγματικότητας που δημιουργείται από την προαναφερθείσα σύγκρουση, η ψυχική συσκευή ορθώνει ένα προστατευτικό φράγμα απέναντι στον εξωτερικό κόσμο. Για να κατανοήσουμε αυτήν τη διεργασία —την οποία πολύ πρόχειρα περιγράφουμε εδώ— πρέπει προσωρινά να πάψουμε να εξετάζουμε τα πράγματα από άποψη δυναμικής και οικονομίας, και να τα εξετάσουμε τοπογραφικά.

Από τον Φρόιντ μάθαμε να θεωρούμε το Εγώ, δηλαδή το τμήμα του ψυχικού μηχανισμού που στρέφεται προς τον εξωτερικό κόσμο και επομένως εκτίθεται σε αυτόν, ως μια συσκευή που σκοπό έχει να αποκρούει τα ερεθίσματα. Έτσι διαμορφώνεται ο χαρακτήρας. Ο Φρόιντ, με σαφήνεια και ενάργεια, περιέ­γραψε τον αγώνα στον οποίο πρέπει να εμπλακεί το Εγώ, ως αποσβεστήρας των κραδασμών που δημιουργούνται μεταξύ τού Εκείνο και του εξωτερικού κόσμου (ή του Εκείνο και του Υπερεγώ). Το πιο σημαντικό σχετικά με αυτόν τον αγώνα είναι ότι το Εγώ, στην προσπάθειά του να διαμεσολαβήσει μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών ώστε να διασφαλιστεί η επιβίωση, ενδοβάλλει τα προερχόμενα από τον εξωτερικό κόσμο στοιχεία καταπίεσης, μάλιστα ακριβώς εκείνα που ματαιώνουν την αρχή ηδονής του Εκείνο, και τα διατηρεί ως ηθικούς δικαστές, ως Υπερεγώ. Επομένως, η ηθική του Εγώ είναι μια συνιστώσα που δεν προέρχεται από το Εκείνο, δηλαδή δεν αναπτύσσεται στον ναρκισσιστικά προσανατολισμένο λιμπιντικό οργανισμό.[2] Αντιθέτως, είναι αλλότρια συνιστώσα, δανεική από τον παρεμβατικό και απειλητικό εξωτερικό κόσμο.

Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία περί ενστίκτων ο αδιαμόρφωτος ψυχικός μηχανισμός θεωρείται συνονθύλευμα πρωτόγονων αναγκών που οφείλονται σε διέγερση σωματικής προέλευσης. Καθώς αναπτύσσεται ο ψυχικός οργανισμός, το Εγώ αναδύεται ως ιδιαίτερο τμήμα του και διαμεσολαβεί μεταξύ αυτών των πρωτόγονων αναγκών και του εξωτερικού κόσμου. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, ας εξετάσουμε τα πρωτόζωα. Σε αυτήν την κατηγορία περιλαμβάνονται για παράδειγμα τα ριζόποδα, που προστατεύονται από τον εξωτερικό κόσμο με μια θωράκιση ανόργανου υλικού που συγκροτείται με χημική εξάλειψη του πρωτοπλάσματος. Μερικά από αυτά δημιουργούν ένα κέλυφος παρόμοιο με το ελικοειδές κέλυφος των σαλιγκαριών. Σε άλλα το κέλυφος είναι σφαιρικό, εφοδιασμένο με ακίδες. Σε σύγκριση με την αμοιβάδα, η κινητικότητα αυτών των θωρακισμένων πρωτόζωων είναι σημαντικά περιορισμένη. Η επαφή με τον εξωτερικό κόσμο γίνεται αποκλειστικά με τα ψευδοπόδια, τα οποία για λόγους μετακίνησης και θρέψης απλώνονται προς τα έξω και κατόπιν μαζεύονται προς τα πίσω μέσω μικροσκοπικών οπών στη θωράκιση. Θα χρησιμοποιήσουμε αυτήν τη σύγκριση και παρακάτω.

Μπορούμε να αντιληφθούμε τον χαρακτήρα του Εγώ —ίσως και του φροϊδικού Εγώ γενικότερα— ως θωράκιση που προστατεύει το Εκείνο από τα ερεθίσματα του εξωτερικού κόσμου. Με τη φροϊδική έννοια, το Εγώ είναι ένας δομικός παράγοντας. Με τον όρο «χαρακτήρας» εδώ εννοούμε όχι μόνο την εξωτερική μορφή αυτού του παράγοντα αλλά και το σύνολο όλων εκείνων που διαμορφώνονται από το Εγώ ως τυπικοί τρόποι αντίδρασης, δηλαδή τους χαρακτηριστικούς τρόπους αντίδρασης μίας συγκεκριμένης προσωπικότητας. Με λίγα λόγια, λέγοντας χαρακτήρας εννοούμε τον δυναμικά καθορισμένο παράγοντα που εκδηλώνεται ως χαρακτηριστική συμπεριφορά ενός ανθρώπου: στο βάδισμα, στις εκφράσεις του προσώπου, στη στάση, στον τρόπο ομιλίας και σε πολλά άλλα. Αυτός ο χαρακτήρας του Εγώ διαπλάθεται από στοιχεία του εξωτερικού κόσμου, από απαγορεύσεις, από αναστολές ενστίκτων, και από μεγάλο αριθμό διαφόρων ταυτίσεων. Επομένως, τα πραγματικά στοιχεία της θωράκισης του χαρακτήρα προέρχονται από τον εξωτερικό κόσμο, από την κοινωνία. Πριν υπεισέλθουμε στο ζήτημα της συνοχής αυτών των στοιχείων, δηλαδή πριν αναζητήσουμε τη δυναμική διαδικασία με την οποία συνενώνονται τα διάφορα τμήματα της θωράκισης, οφείλουμε να τονίσουμε το γεγονός ότι η προστασία από τον εξωτερικό κόσμο, δηλαδή το κεντρικό κίνητρο πίσω από τη διαμόρφωση χαρακτήρα, παύει μετά βεβαιότητος να αποτελεί την κύρια λειτουργία του χαρακτήρα κατά τα κατοπινά χρόνια. Ο πολιτισμένος άνθρωπος διαθέτει άφθονα μέσα προστασίας από τους πραγματικούς κινδύνους του εξωτερικού κόσμου, προστατεύεται δηλαδή με τους κοινωνικούς θεσμούς κάθε μορφής. Επιπλέον, ως ανώτερα εξελιγμένος οργανισμός, διαθέτει κατάλληλο μυϊκό σύστημα για να αντιδρά με μάχη ή φυγή (fight or flight), και ευφυία για να προβλέπει και να αποφεύγει τον κίνδυνο. Οι προστατευτικοί μηχανισμοί του χαρακτήρα ενεργοποιούνται μόλις το άγχος γίνει εσωτερικά αισθητό, είτε λόγω μιας εσωτερικής ενόχλησης είτε λόγω εξωτερικών ερεθισμάτων που σχετίζονται με τα ένστικτα. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, ο χαρακτήρας είναι υποχρεωμένος να διαχειριστεί το ενεστώς (λιμναστικό) άγχος που προέρχεται από την ενέργεια των ματαιωμένων ενορμήσεων.

Υπάρχει σχέση μεταξύ χαρακτήρα και απώθησης, δεδομένου ότι από την ανάγκη απώθησης των απαιτήσεων των ενστίκτων ενεργοποιείται η διαμόρφωση χαρακτήρα. Όμως, αμέσως μετά τη διαμόρφωσή του, ο χαρακτήρας αρχίζει να απομειώνει την ενέργεια της απώθησης απορροφώντας την ενέργεια των ενστίκτων —η οποία είναι ελεύθερη στην περίπτωση των συνηθισμένων απωθήσεων— και διοχετεύοντάς την στη διαμόρφωση του ίδιου του χαρακτήρα. Επομένως, από τη διαμόρφωση ενός χαρακτηρολογικού γνωρίσματος υποδηλώνεται η επίλυση μιας σύγκρουσης σχετιζόμενης με μια απώθηση: είτε η διεργασία απώθησης καθίσταται πλέον άχρηστη, είτε η απώθηση μετατρέπεται, εν τη γενέσει της, σε έναν σχετικά άκαμπτο, δικαιολογημένο από το Εγώ σχηματισμό. Επομένως, οι διεργα­σίες διαμόρφωσης χαρακτήρα συμμορφώνονται πλήρως με την τάση του Εγώ να ενοποιήσει τις επιδιώξεις του ψυχικού οργανισμού. Από τα παραπάνω εξηγείται για ποιον λόγο είναι πολύ δυσκολότερο να εξαλείψουμε τις απωθήσεις που καταλήγουν σε άκαμπτα χαρακτηρολογικά γνωρίσματα από εκείνες εξαιτίας των οποίων εκδηλώνεται κάποιο σύμπτωμα.

Είναι απολύτως βέβαιο ότι υπάρχει σύνδεση μεταξύ του αρχικού εναύσματος διαμόρφωσης χαρακτήρα, δηλαδή της προστασίας από συγκεκριμένους κινδύνους, και της τελικής του λειτουργίας, δηλαδή της προστασίας από κινδύνους σχετικούς με ένστικτα, της προστασίας από το άγχος λίμνασης και της απορρόφησης της ενέργειας των ενστίκτων. Πολλοί περιορισμοί στην ικανοποίηση λιμπιντικών ή άλλων επιδιώξεων επιβλήθηκαν από τις κοινωνικές συνθήκες, ιδιαίτερα κατά τη μετάβαση από την πρώιμη κοινωνική οργάνωση στον πολιτισμό. Η εξέλιξη της ανθρωπότητας μέχρι στιγμής χαρακτηρίζεται από την συνεχή αύξηση των σεξουαλικών περιορισμών. Πιο συγκεκριμένα, και ο πατριαρχικός πολιτισμός και η σύγχρονη κοινωνία αναπτύσσονται παράλληλα με όλο και μεγαλύτερο κατακερματισμό και καταπίεση της γενετησιότητας. Όσο αυτό συνεχίζεται, τόσο περισσότερο απρόσιτες γίνονται οι αιτίες του άγχους πραγματικότητας (real anxiety). Σε κοινωνικό επίπεδο, όμως, οι πραγματικές απειλές για τη ζωή του ανθρώπου είναι περισσότερες. Οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι και ο ταξικός αγώνας είναι απειλητικότερες καταστάσεις από τους κινδύνους της πρωτόγονης εποχής. Αναντίρρητα, ο πολιτισμός προσφέρει στο άτομο ένα αίσθημα ασφάλειας. Αλλά υπάρχει και τίμημα. Για να αποφύγει το άγχος πραγματικότητας, ο άνθρωπος υποχρεώθηκε να περιστείλει τα ένστικτά του. Απαγορεύεται να είναι επιθετικός ακόμα κι αν λιμοκτονεί εξαιτίας κάποιας οικονομικής κρίσης, ενώ η σεξουαλική ορμή περιορίζεται από κοινωνικούς κανόνες και προκαταλήψεις. Κάθε παραβίαση των κανόνων συνεπάγεται άμεση και πραγματική απειλή, πιο συγκεκριμένα, τιμωρία των παιδιών από τους γονείς αν αυνανιστούν ή αν «κλέψουν» κάτι, και φυλάκιση από την πολιτεία σε περιπτώσεις αιμομι­ξίας και ομοφυλοφιλίας. Στο μέτρο που αποφεύγεται το άγχος πραγματικότητας, η λίμναση της λίμπιντο αυξάνεται και μαζί της το λιμναστικό άγχος. Επομένως, το ενεστώς άγχος και το άγχος πραγματικότητας αλληλοσυσχετίζονται: όσο περισσότερο αποφεύγεται το άγχος πραγματικότητας, τόσο ισχυρότερο γίνεται το λιμναστικό άγχος, και το αντίστροφο.[3] Ο άνθρωπος που δεν φοβάται ικανοποιεί τις ισχυρές λιμπιντικές ανάγκες του ριψοκινδυνεύοντας ακόμα και κοινωνικό εξοστρακισμό. Τα ζώα είναι πολύ πιο εκτεθειμένα στο άγχος πραγματικότητας λόγω της υποτυπώδους κοινωνικής τους οργάνωσης. Ωστόσο, εκτός και αν υποστούν την πίεση της εξημέρωσης —και ακόμα και τότε μόνο υπό ιδιάζουσες συνθήκες— τα ζώα σπανίως υποφέρουν από ενεργειακή λίμναση οφειλόμενη σε καταπίεση ενστίκτων.

Τονίσαμε εδώ την αποφυγή του άγχους (πραγματικότητας)και τη δέσμευση του άγχους (λίμνασης), ως δύο αρχές οικονο­μίας από τις οποίες διέπεται η διαμόρφωση του χαρακτήρα. Δεν πρέπει, όμως, να λησμονούμε και την τρίτη, καθοριστική για τη διάπλαση του χαρακτήρα αρχή, δηλαδή την αρχή της ηδονής. Είναι αληθές ότι η διαμόρφωση του χαρακτήρα οφείλεται και εμφανίζεται μαζί με την ανάγκη να αποκρουστούν οι κίνδυνοι που συνεπάγεται η ικανοποίηση των ενστίκτων. Ωστόσο, η αρχή της ηδονής συνεχίζει να λειτουργεί και μετά τη διαμόρφωση του χαρακτήρα, εφόσον με τον χαρακτήρα, όπως και με το σύμπτωμα, δεν εξυπηρετείται μόνο η απόκρουση των ενορμήσεων και η δέσμευση του άγχους, αλλά και η ικανοποίηση των διαστρεβλωμένων ενστίκτων. Με τη λειτουργία του γενετήσιου ναρκισσιστικού χαρακτήρα για παράδειγμα, το άτομο προστατεύεται από τις εξωτερικές επιρροές αλλά ικανοποιεί, επίσης, και μεγάλο μέρος της λίμπιντο μέσω της ναρκισσιστικής σχέσης τού Εγώ με το Ιδανικό του Εγώ. Η ικανοποίηση των ενστίκτων πραγματοποιείται με δύο τρόπους. Από τη μία μεριά, με την ανάλωση της ενέργειας των αποκρουόμενων ενστικτικών ενορμήσεων, ιδιαιτέρως των προγενετήσιων και των σαδιστικών, για την ανάπτυξη και για τη διαιώνιση του αμυντικού μηχανισμού. Αν και δεν πρόκειται για ικανοποίηση με την έννοια της άμεσης, απροκάλυπτης επίτευξης της ηδονής, η μείωση της έντασης των ενστίκτων που συντελείται είναι συγκρίσιμη με εκείνη που επιτυγχάνεται «συγκαλυμμένα» μέσω ενός συμπτώματος. Μολονότι η μείωση που επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο διαφέρει φαινομενολογικά από τη μείωση που επέρχεται με την άμεση ικανοποίηση, από άποψη οικονομίας παραμένει ισοδύναμη: ελαττώνεται η πίεση που προκαλείται από το ενστικτώδες ερέθισμα. Η ενέργεια του ενστίκτου [δηλαδή της ενόρμησης] δαπανάται για τη δέσμευση και για την παγίωση του περιεχομένου του χαρακτήρα (ταυτίσεις, αντιδραστικοί σχηματισμοί, κ.λπ.). Για παράδειγμα, στις περιπτώσεις συναισθηματικής ανάσχεσης που διαπιστώνεται σε ορισμένους ψυχαναγκαστικούς χαρακτήρες, η ενέργεια από την οποία τροφοδοτείται ο σαδισμός αναλώνεται κυρίως για τη διαμόρφωση και για τη διαιώνιση του τοίχου [στεε: προστασίας] μεταξύ του Εκείνο και του εξωτερικού κόσμου, ενώ αντιθέτως η ενέργεια από την οποία τροφοδοτείται η πρωκτική ομοφυλοφιλία αναλώνεται στην υπερβολική ευγένεια και παθητικότητα ορισμένων παθητικών θηλυπρεπών χαρακτήρων.

Οι ενστικτώδεις ενορμήσεις που δεν απορροφώνται από τον χαρακτήρα επιδιώκουν να ικανοποιηθούν άμεσα, εκτός και αν απωθηθούν. Η φύση της επιδιωκόμενης ικανοποίησης εξαρτάται από τη δομή του χαρακτήρα. Ποιες ενστικτώδεις δυνάμεις θα εμπλακούν στην εδραίωση του χαρακτήρα και σε ποιες θα επιτραπεί να ικανοποιηθούν άμεσα, είναι οι δύο παράμετροι που υπεισέρχονται στη διάκριση μεταξύ υγείας και ασθένειας αλλά και μεταξύ των διαφόρων τύπων χαρακτήρα.

Επίσης, μεγάλη σημασία έχουν τα ποσοτικά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της χαρακτηρολογικής θωράκισης. Η θωράκιση του χαρακτήρα —με την οποία αποκρούεται αφενός το περιβάλλον και αφετέρου η βιολογική συνιστώσα της προσωπικότητας— αντιστοιχεί στις καθηλώσεις στα λιμπιντικά στάδια ανάπτυξης, εντούτοις εξακολουθούν να υπάρχουν κάποια «ρήγματα» μέσω των οποίων η επαφή με το περιβάλλον συνεχίζεται, με αποτέλεσμα η μη δεσμευμένη λίμπιντο και οι άλλες ενστικτώδεις ενορμήσεις να στρέφονται προς το περιβάλλον ή να αποσύρονται από αυτό. Αν, όμως, η θωράκιση του Εγώ είναι τόσο ολοκληρωτική ώστε τα ρήγματα να είναι «ελάχιστα», τότε οι γραμμές επικοινωνίας με το περιβάλλον δεν επαρκούν πλέον για να εξασφαλίσουν τη ρύθμιση της οικονομίας της λίμπιντο και την κοινωνική προσαρμογή. Η κατατονική εμβροντησία[4] είναι ένα παράδειγμα πλήρους απομόνωσης, ενώ ο παρορμητικός χαρακτήρας είναι άριστο παράδειγμα πλήρως ανεπαρκούς χαρακτηροδομής. Πιθανότατα, η μόνιμη μετατροπή της αντικειμενοτρόπου λίμπιντο σε ναρκισσιστική λίμπιντο να είναι ευθέως ανάλογη με την ισχυροποίηση και τη σκλήρυνση της θωράκισης του Εγώ. Ο ψυχαναγκαστικός χαρακτήρας με συναισθηματική ανάσχεση έχει άκαμπτη θωράκιση και ελάχιστες δυνατότητες δημιουργίας συναισθηματικών σχέσεων με το περιβάλλον. Τα πάντα εξοστρακίζονται επάνω σε αυτήν τη λεία, σκληρή επιφάνεια. Ο φλύαρος επιθετικός χαρακτήρας, από την άλλη μεριά, διαθέτει πράγματι ευέλικτη θωράκιση, αλλά είναι πάντα «αιχμηρός». Η σχέση του με το περιβάλλον περιορίζεται σε παρανοϊκές επιθετικές αντιδράσεις. Ο παθητικός θηλυπρεπής χαρακτήρας είναι παράδειγμα ενός τρίτου τύπου θωράκισης. Επιφανειακά, συμπεριφέρεται συγκαταβατικά και ήπια, αλλά κατά την ανάλυση αναγνωρίζουμε αυτήν τη συμπεριφορά ως θωράκιση που είναι πολύ δύσκολο να δια­λύσουμε.

Ενδεικτικό της δομής κάθε χαρακτήρα δεν είναι μόνο τι αποκρούει, αλλά και ποιες ενστικτώδεις δυνάμεις χρησιμο­ποιεί για να το επιτύχει. Γενικά, το Εγώ διαπλάθει τον χαρακτήρα καταλαμβάνοντας μια συγκεκριμένη ενστικτώδη ενόρμηση, η οποία υφίσταται απώθηση σε κάποια χρονική στιγμή, ώστε με τη βοήθειά της να αποκρούσει μια άλλη ενστικτώδη ενόρμηση. Έτσι, για παράδειγμα, το Εγώ του φαλλικού σαδιστικού χαρακτήρα θα χρησιμοποιήσει την υπερβάλλουσα αρρενωπή επιθετικότητα για να αποκρούσει μια θηλυπρεπή, παθητική και πρωκτική επιδίωξη. Ωστόσο, προσφεύγοντας σε τέτοιου είδους μέτρα τελικά αλλάζει και το ίδιο, καταλήγοντας να υιοθετεί μονίμως επιθετικούς τρόπους αντίδρασης. Άλλοι χαρακτήρες συχνά αποκρούουν την απωθημένη τους επιθετικότητα αποκτώντας με «γαλιφιές» —όπως το έθεσε ένας τέτοιος ασθενής— την εύνοια κάθε ανθρώπου που μπορεί να διεγείρει την επιθετικότητά τους. «Ξεγλιστρούν» σαν χέλια, αποφεύγουν κάθε ευθεία αντίδραση, και κανείς ποτέ δεν μπορεί να τους «τσακώσει». Συνήθως, αυτή η «ευελιξία» εκφράζεται και στον τόνο της φωνής τους: μιλούν με απαλό, μουσικό, προσεκτικό και κολακευτικό τρόπο. Αν χρησιμοποιήσει πρωκτικά ενδιαφέροντα για να αποκρούσει επιθετικές ενορμήσεις, το Εγώ γίνεται «δουλοπρεπές» και «γλοιώδες», κάτι που γίνεται αντιληπτό και από το ίδιο. Τότε το άτομο χάνει την αυτοπεποίθησή του (ένας τέτοιος ασθενής ένιωθε ότι «βρωμούσε»). Αυτού του είδους οι άνθρωποι ωθούνται συνεχώς να προσπαθούν, να αποτυγχάνουν και να προσπαθούν εκ νέου να προσαρμοστούν στο περιβάλλον, και να αποκτούν αντικείμενα με κάθε δυνατό μέσον. Ωστόσο, επειδή δεν διαθέτουν την παραμικρή γνήσια ικανότητα προσαρμογής, συνήθως βιώνουν τη μία απογοήτευση και απόρριψη μετά την άλλη, η επιθετικότητά τους εντείνεται και αυτό με τη σειρά του καθιστά αναγκαία την ισχυροποίηση της παθητικής θηλυπρεπούς άμυνας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, κατά τη χαρακτηραναλυτική εργασία δεν αρκεί να επιτεθούμε στη λειτουργία της άμυνας, αλλά πρέπει να εκθέσουμε και τους τρόπους που χρησιμοποιούνται για να επιτευχθεί η άμυνα, δηλαδή επί του προκειμένου, την πρωκτικότητα.

Η τελική ποιότητα του χαρακτήρα —κάτι που ισχύει τόσο για τις τυπικές όσο και για τις ιδιάζουσες περιπτώσεις— καθορίζεται από δύο παράγοντες: ο πρώτος είναι ποιοτικός, και αφορά στα στάδια λιμπιντικής ανάπτυξης στα οποία η διαδικασία της διαμόρφωσης του χαρακτήρα επηρεάστηκε περισσότερο από τις εσωτερικές συγκρούσεις, δηλαδή από την ειδική θέση της λιμπιντικής καθήλωσης. Επομένως, μπορούμε να διαφοροποιήσουμε ποιοτικά τους χαρακτήρες σε: καταθλιπτικούς (στοματικό), γενετήσιους ναρκισσιστικούς (φαλλικό), υστερικούς (γενετήσιο αιμομικτικό) και ψυχαναγκαστικούς (πρωκτική σαδιστική καθήλωση). Ο δεύτερος είναι ποσοτικός και έχει να κάνει με την οικονομία της λίμπιντο και συναρτάται από τον ποιοτικό παράγοντα. Ο πρώτος παράγοντας μπορεί να ονομαστεί «ιστορικό», ενώ ο δεύτερος «συγκαιρινό» κίνητρο της μορφής του χαρακτήρα.

2. Διαφορές στη οικονομία της λίμπιντο
μεταξύ γενετήσιου και νευρωτικού χαρακτήρα

Εάν η θωράκιση του χαρακτήρα υπερβεί ένα ορισμένο επίπεδο, εάν τεθούν στην υπηρεσία της εκείνες κυρίως οι ενστικτώδεις ενορμήσεις με τις οποίες, υπό κανονικές συνθήκες, εδραιώ­νεται η επαφή με την πραγματικότητα, και εάν η ικανότητα σεξουαλικής ικανοποίησης περιοριστεί εκτεταμένα, τότε πληρούνται όλες οι συνθήκες για τη διαμόρφωση ενός νευρωτικού χαρακτήρα. Αν, τώρα, η διαμόρφωση του χαρακτήρα και η χαρακτηροδομή των νευρωτικών ανθρώπων συγκριθούν με των ικανών να εργαστούν και να αγαπήσουν ατόμων, καταλήγουμε σε μια ποιοτική διάκριση των τρόπων με τους οποίους ο χαρακτήρας δεσμεύει τη λίμπιντο που εμποδίζεται να κινηθεί και συσσωρεύεται. Διαπιστώνουμε δηλαδή ότι υπάρχουν επαρκείς και ανεπαρκείς τρόποι δέσμευσης του άγχους. Αποδεικνύε­ται ότι η γενετήσια οργασμική ικανοποίηση της λίμπιντο και η μετουσίωση είναι υποδείγματα επαρκούς τρόπου δέσμευσης. Και όλα τα είδη προγενετήσιας ικανοποίησης και αντιδραστικών σχηματισμών αποδεικνύεται ότι είναι ανεπαρκείς τρόποι. Αυτή η ποιοτική διάκριση έχει και ποσοτική συνιστώσα: ο νευρωτικός χαρακτήρας υποφέρει συνεχώς διότι η λίμναση της λίμπιντο επιτείνεται διαρκώς, ακριβώς επειδή χρησιμοποιεί τρόπους ικανοποίησης οι οποίοι δεν επαρκούν για τις ανάγκες της συσκευής των ενστίκτων. Αντιθέτως, ο γενετήσιος χαρακτήρας διέπεται από τη σταθερή εναλλαγή λιμπιντικής έντασης και επαρκούς λιμπιντικής ικανοποίησης. Με λίγα λόγια η οικονομία της λίμπιντο στον οργανισμό του είναι ρυθμισμένη. Ο όρος «γενετήσιος χαρακτήρας» δικαιολογείται από το γεγονός ότι, με εξαίρεση κάποιες ιδιαίτερα ασυνήθιστες περιπτώσεις και αντίθετα με όλες τις υπόλοιπες λιμπιντικές δομές, μόνο με τη γενετήσια προτεραιότητα και με την οργασμική ικανότητα (καθοριζόμενη από μια ειδική δομή χαρακτήρα) εξασφαλίζεται η ρύθμιση της λιμπιντικής οικονομίας.

Από την ιστορικά εξαρτώμενη ποιότητα των δυνάμεων και του περιεχομένου που διαμορφώνουν τον χαρακτήρα καθορίζεται ποσοτικά η συγκαιρινή ρύθμιση της λιμπιντικής οικονομίας και επομένως, σε κάποιον βαθμό, η διαφορά μεταξύ «υγείας» και «ασθένειας». Με όρους ποιότητας, ο γενετήσιος και ο νευρωτικός χαρακτήρας είναι ιδανικές απόλυτες καταστάσεις. Οι πραγματικοί χαρακτήρες είναι ενδιάμεσες καταστάσεις, ένα μείγμα εκ των δύο, και κατά πόσον η λιμπιντική οικονομία εξασφαλίζεται ή όχι εξαρτάται αποκλειστικά από τον βαθμό στον οποίο ο πραγματικός χαρακτήρας πλησιάζει στη μία ιδανική κατάσταση ή στην άλλη. Με όρους ποσότητας άμεσης ικανοποίησης της λίμπιντο, ο γενετήσιος και ο νευρωτικός χαρακτήρας πρέπει να θεωρηθούν μέσες καταστάσεις: είτε η ικανοποίηση της λίμπιντο είναι τέτοια ώστε να τον απαλλάξει από τη λίμναση της μη χρησιμοποιημένης λίμπιντο, είτε δεν είναι. Στη δεύτερη περίπτωση, αναπτύσσονται συμπτώματα ή νευρωτικά γνωρίσματα που διαταράσσουν την κοινωνική και σεξουαλική ικανότητα.[5]

Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε ποιο­τικά τις διαφορές μεταξύ των δύο ιδανικών τύπων. Για να το κάνουμε, θα τους αντιπαραβάλλουμε ως προς τη δομή του Εκείνο, ως προς τη δομή του Υπερεγώ, και τέλος ως προς τα χαρακτηριστικά του Εγώ που εξαρτώνται από το Εκείνο και το Υπερεγώ.

α) Ως προς τη δομή του Εκείνο

Ο γενετήσιος χαρακτήρας έχει κατακτήσει πλήρως το μετα-αμφιθυμικό γενετήσιο στάδιο,[6] η αιμομικτική επιθυμία και η επιθυμία απαλλαγής από τον πατέρα (ή τη μητέρα) έχει εγκαταλειφθεί, και οι γενετήσιες επιδιώξεις προβάλλονται πλέον σε κάποιο ετερόφυλο αντικείμενο το οποίο, σε αντίθεση με τον νευρωτικό χαρακτήρα, δεν αντιπροσωπεύει το αιμομικτικό αντικείμενο. Το ετερόφυλο αντικείμενο έχει αναλάβει πλήρως τον ρόλο —για την ακρίβεια τη θέση— του αιμομικτικού αντικειμένου. Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα δεν επηρεάζει πλέον τη ζωή τού ατόμου. Έχει επιλυθεί. Δεν έχει απωθηθεί, είναι απλώς απαλλαγμένο από κάθεξη. Οι προγενετήσιες τάσεις (πρωκτικότητα, στοματικός ερωτισμός και ηδονοβλεψία) δεν είναι απωθημένες. Έχουν, εν μέρει, αγκυρωθεί στον χαρακτήρα ως πολιτισμικές μετουσιώσεις και εν μέρει αποτελούν τμήμα της απόλαυσης που προηγείται της άμεσης ικανοποίησης, υποταγμένες σε κάθε περίπτωση στις γενετήσιες επιδιώξεις. Η σεξουαλική πράξη παραμένει ο ύψιστος και πιο ηδονικός σεξουαλικός στόχος. Η επιθετικότητα έχει επίσης κατά το μεγαλύτερο μέρος μετουσιωθεί σε κοινωνικά επιτεύγματα, ενώ συνεισφέρει άμεσα και στη γενετήσια σεξουαλικότητα, αλλά σε πολύ μικρό βαθμό και χωρίς να απαιτείται να ικανοποιηθεί αποκλειστικά. Με αυτήν την κατανομή των ενστικτωδών ενορμήσεων εξασφαλίζεται η ικανότητα της οργασμικής ικανοποίησής τους, η οποία επιτυγχάνεται αποκλειστικά μέσω του γενετήσιου συστήματος, ενώ παράλληλα ικανοποιούνται τόσο οι προγενετήσιες όσο και οι επιθετικές τάσεις. Όσο λιγότερο απωθούνται οι προγενετήσιες απαιτήσεις, δηλαδή όσο καλύτερα επικοινωνεί το προγενετήσιο με το γενετήσιο σύστημα, τόσο πιο ολοκληρωμένη είναι η ικανοποίηση και τόσο μικρότερη η πιθανότητα να γίνει η λίμναση της λίμπιντο παθολογική.

Ο νευρωτικός χαρακτήρας, από την άλλη μεριά, ακόμα και αν η ικανότητά του δεν είναι εξαρχής ασθενική, ή ακόμα και αν δεν ζει ως εγκρατής (όπως συμβαίνει στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων), αδυνατεί να εκφορτίσει την ελεύθερη, μη μετουσιωμένη λίμπιντο μέσω ικανοποιητικού οργασμού.[7] Δια­πιστώνουμε ότι πάντα είναι οργασμικά σχετικά ανίκανος. Αυτό συμβαίνει διότι: είτε η αιμομικτική κάθεξη αποκτά συγκαιρινή διάσταση,[8] είτε από τη λιμπιντική κάθεξη των συγκεκριμένων αντικείμενων τροφοδοτούνται αντιδραστικοί σχηματισμοί. Αν εναπομείνει οποιαδήποτε σεξουαλικότητα, έχει εμφανώς νηπιακή φύση. Το θηλυκό ερωτικό αντικείμενο αντιπροσω­πεύει απλώς τη μητέρα (την αδελφή, κ.λπ.) και η ερωτική σχέση επιβαρύνεται με όλα τα άγχη, τις αναστολές και τα νευρωτικά καπρίτσια της νηπιακής αιμομικτικής σχέσης (ψευδής μεταβίβαση). Η γενετήσια προτεραιότητα είτε απουσιά­ζει εντελώς, είτε στερείται οποιασδήποτε κάθεξης, είτε, όπως στην περίπτωση του υστερικού χαρακτήρα, η γενετήσια λειτουργία διαταράσσεται εξαιτίας της αιμομικτικής καθήλωσης. Η σεξουαλικότητα —κάτι που ισχύει ιδιαίτερα στις μεταβιβαστικές νευρώσεις— κινείται στα πλαίσια του προκαταρκτικού παιχνιδιού, εκτός αν ο ασθενής είναι εγκρατής ή ανεσταλμένος. Έχουμε, λοιπόν, ένα είδος αλυσιδωτής αντίδρασης: εξαιτίας της νηπιακής σεξουαλικής καθήλωσης διαταράσσεται η οργασμική λειτουργία· λόγω της διαταραχής αυτής δημιουργείται λιμπιντική λίμναση· η αποκλεισμένη λίμπιντο συσσωρεύεται και επιτείνονται οι προγενετήσιες καθηλώσεις, κ.ο.κ. Λόγω της υπερβολικής κάθεξης στο προγενετήσιο σύστημα, οι λιμπιντικές παρορμήσεις υπεισέρχονται σε κάθε πολιτισμική και κοινωνική δραστηριότητα. Φυσικά, αυτό μόνο σε διαταραχή μπορεί να καταλήξει, διότι κάθε δράση συσχετίζεται με απωθημένο και απαγορευμένο υλικό. Περιστασιακά, η δραστηριότητα γίνεται απροκάλυπτα σεξουαλική, αλλά σε διαστρεβλωμένη μορφή, λ.χ. η κράμπα ενός βιολονίστα. Το λιμπιντικό πλεόνασμα δεν είναι πάντα διαθέσιμο να αναλωθεί σε κοινωνική δραστηριότητα, διότι εμπλέκεται στην απώθηση των στόχων των ενστίκτων κατά τη νηπιακή περίοδο.

β) Ως προς τη δομή του Υπερεγώ

Το Υπερεγώ του γενετήσιου χαρακτήρα διακρίνεται κυρίως από τα καταφατικά προς τη σεξουαλικότητα στοιχεία του. Επομένως, το Υπερεγώ βρίσκεται σε υψηλού βαθμού αρμονία με το Εκείνο. Εφόσον το οιδιπόδειο σύμπλεγμα έχει χάσει την κάθεξή του, η αντικάθεξη του κεντρικού στοιχείου του Υπερεγώ καθίσταται περιττή. Έτσι, δεν υπάρχουν σεξουαλικής φύσεως απαγορεύσεις του Υπερεγώ, ανεξαρτήτως προθέσεων και σκοπών. Το Υπερεγώ δεν έχει επιβαρυνθεί σαδιστικά, όχι μόνο για τους προαναφερθέντες λόγους, αλλά και επειδή δεν υπάρχει λιμπιντική λίμναση που θα μπορούσε να αναμοχλεύσει σαδισμό και να κάνει το Υπερεγώ διεστραμμένο.[9] Η γενετήσια λίμπιντο, επειδή ικανοποιείται απευθείας, δεν συγκαλύπτεται στις επιδιώ­ξεις του Ιδανικού του Εγώ. Επομένως, τα κοινωνικά επιτεύγματα δεν εκλαμβάνονται ως απόδειξη σεξουαλικής ικανότητας, όπως συμβαίνει με τον νευρωτικό χαρακτήρα. Αντιθέτως, αποτελούν μια διέξοδο φυσικής, ναρκισσιστικής φύσεως ικανοποίησης που δεν αποτελεί αναπλήρωση. Εφόσον δεν υπάρχουν διαταραχές στη σεξουαλική ικανότητα, δεν υπάρχει και σύμπλεγμα κατωτερότητας. Υπάρχει σύγκλιση του Ιδανικού του Εγώ και του Εγώ, και η όποια ένταση μεταξύ των δύο είναι διαχειρίσιμη.

Στον νευρωτικό χαρακτήρα, από την άλλη μεριά, το Υπερεγώ στην ουσία χαρακτηρίζεται από αρνητισμό προς τη σεξουαλικότητα. Εξαιτίας αυτού δημιουργείται αμέσως η γνώριμη σύγκρουση και αντιπάθεια μεταξύ του Εκείνο και του Υπερεγώ. Επειδή το οιδιπόδειο σύμπλεγμα δεν έχει επιλυθεί, το κεντρικό στοιχείο του Υπερεγώ, δηλαδή η αιμομικτική απαγόρευση, εξακολουθεί να λειτουργεί πλήρως και να υπεισέρχεται σε κάθε είδους σεξουαλική σχέση. Επειδή το Εγώ καταπιέζεται ισχυρότατα σε σχέση με τη σεξουαλικότητα, επακολουθεί λίμναση της λίμπιντο και εντείνονται οι σαδιστικές παρορμήσεις που εκφράζονται, μεταξύ άλλων τρόπων, και με την υιοθέτηση ενός βάναυσου κώδικα ηθικής. Σχετικά με αυτό, καλό θα ήταν να θυμηθούμε αυτό που τονίζει ο Φρόιντ, δηλαδή ότι η απώθηση δημιουργεί την ηθική και όχι το αντίθετο. Επειδή συνήθως ο ασθενής υποφέρει από ένα, λιγότερο ή περισσότερο, συνειδητό αίσθημα σεξουαλικής ανικανότητας, πολλά κοινωνικά επιτεύγματα είναι αντισταθμιστικές αναπληρώσεις της προαναφερθείσας ανικανότητας. Όμως, το αίσθημα κατωτερότητας δεν μειώνεται με αυτά τα επιτεύγματα. Αντιθέτως, εφόσον τα κοινωνικά επιτεύγματα εκλαμβάνονται συχνά ως πιστοποιητικά σεξουαλικής ικανότητας, αν και κατά κανέναν τρόπο δεν μπορούν να αντικαταστήσουν το αίσθημα γενετήσιας ικανότητας, ο νευρωτικός χαρακτήρας δεν απαλλάσσεται ποτέ από το αίσθημα εσωτερικής κενότητας και ανικανότητας, ανεξαρτήτως πόσο σκληρά προσπαθεί να το αναπληρώσει. Το αποτέλεσμα είναι το Ιδανικό του Εγώ να απαιτεί όλο και μεγαλύτερα επιτεύγματα, ενώ το Εγώ, ανίσχυρο και ακινητοποιημένο από αισθήματα κατωτερότητας (συνθλιβόμενο ανάμεσα στη σεξουαλική ανικανότητα και στο υψηλό Ιδανικό του Εγώ), να γίνεται όλο και λιγότερο αποτελεσματικό.

γ) Ως προς τη δομή του Εγώ

Ας εξετάσουμε τώρα τις επιρροές που δέχεται το Εγώ του γενετήσιου χαρακτήρα. Με την περιοδική οργασμική εκφόρτιση της λιμπιντικής έντασης του Εκείνο, μειώνεται σημαντικά η πίεση που ασκείται από τις ενστικτώδεις απαιτήσεις του επί του Εγώ. Επειδή το Εκείνο είναι σε γενικές γραμμές ικανοποιημένο, το Υπερεγώ δεν έχει κανέναν λόγο να είναι σαδιστικό και γι’ αυτό δεν ασκεί ιδιαίτερη πίεση στο Εγώ. Απαλλαγμένο από αισθήματα ενοχής, το Εγώ αναλαμβάνει και ικανοποιεί τη γενετήσια λίμπιντο καθώς και κάποιες προγενετήσιες επιδιώξεις τού Εκείνο, ενώ μετουσιώνει σε κοινωνικά επιτεύγματα τη φυσική επιθετικότητα καθώς και τμήματα της προγενετήσιας λίμπιντο. Όσον αφορά στις γενετήσιες επιδιώξεις, εφόσον το Εγώ δεν αντιτίθεται στο Εκείνο, μπορεί να του επιβάλει απαγορεύσεις ευκολότερα, από τη στιγμή που το Εκείνο έχει παραχωρήσει στο Εγώ το κυριότερο, δηλαδή την ικανοποίηση της λίμπιντο. Αυτή φαίνεται να είναι η μόνη περίπτωση όπου το Εκείνο αποδέχεται να είναι υπό τον έλεγχο του Εγώ χωρίς να απαιτείται απώθηση. Μια ισχυρή ομοφυλοφιλική επιδίωξη θα εκδηλωθεί με διαφορετικό τρόπο, αν το Εγώ δεν καταφέρει να ικανοποιήσει την ετεροφυλόφιλη επιδίωξη, και με άλλο τρόπο, αν δεν υπάρχει καθόλου λιμπιντική λίμναση και μάλιστα εντελώς διαφορετικά. Από άποψη οικονομίας είναι εύκολο να το κατανοήσουμε, δεδομένου ότι κατά την ετεροφυλόφιλη ικανοποίηση —δοθέντος ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι απωθημένη, δεν έχει δηλαδή αποκλειστεί από το σύστημα επικοινωνίας της λίμπιντο— αποδυναμώνεται η ενέργεια των ομοφυλόφιλων επιδιώξεων.

Επειδή η πίεση που υφίσταται το Εγώ από το Εκείνο και από το Υπερεγώ είναι ασθενής —κυρίως λόγω της σεξουαλικής ικανοποίησης— δεν χρειάζεται να αμυνθεί εναντίον του Εκείνο, όπως είναι αναγκασμένο να κάνει το Εγώ του νευρωτικού χαρακτήρα. Χρειάζεται ελάχιστα μόνο ποσά αντικάθεξης και, συνεπώς, διαθέτει άφθονη ενέργεια ελεύθερη για να βιώσει και για να δράσει στο περιβάλλον. Βιώνει και δρα έντονα και ανεμπόδιστα. Έτσι, είναι προσβάσιμο από την ηδονή αλλά και από τη δυσαρέσκεια. Το Εγώ του γενετήσιου χαρακτήρα έχει και αυτό θωράκιση, αλλά είναι υπό τον έλεγχό του και όχι εκείνο στο έλεός της. Η θωράκιση είναι αρκετά εύπλαστη ώστε να προσαρμόζεται σχεδόν στα πάντα. Ο γενετήσιος χαρακτήρας είναι χαρούμενος αλλά και θυμωμένος, αν πρέπει. Αντιδρά στην απώλεια ενός ερωτικού αντικειμένου με την πρέπουσα λύπη, χωρίς όμως να καταβάλλεται από την απώλεια. Είναι ικανός να αγαπά βαθιά και με ενθουσιασμό, και να μισεί με πάθος. Σε συγκεκριμένες περιστάσεις, μπορεί να συμπεριφερθεί σαν παιδί, αλλά ποτέ δεν παιδιαρίζει. Η σοβαρότητά του είναι φυσική και όχι άκαμπτη, διότι δεν οφείλεται σε αναπλήρωση, δεν είναι δηλαδή αναγκασμένος να δείχνει ενήλικος με κάθε κόστος. Το θάρρος του υποκινείται από τις αντικειμενικές συνθήκες, και όχι ως απόδειξη της σεξουαλικής του ικανότητας. Γι’ αυτό και υπάρχουν περιστάσεις, για παράδειγμα σε έναν πόλεμο που θεωρεί άδικο, στις οποίες δεν θα φοβηθεί μήπως τον αποκαλέσουν δειλό και θα μείνει πιστός στις πεποιθήσεις του. Επειδή οι νηπιακές επιθυμίες έχουν χάσει την κάθεξή τους, τόσο το μίσος όσο και η αγάπη του έχουν ορθολογικά κίνητρα. Αποδεικνύεται ότι η θωράκισή του έχει και ελαστικότητα και δύναμη, από το γεγονός ότι μπορεί να ανοιχτεί προς τον κόσμο με την ίδια ένταση με την οποία, σε άλλη περίσταση, κλείνεται στον εαυτό του. Η δυνατότητά του να δίνεται αποδεικνύεται κυρίως κατά τη σεξουαλική εμπειρία: κατά την ερωτική πράξη με ένα αγαπημένο αντικείμενο, το Εγώ σχεδόν παύει να υπάρχει, με εξαίρεση τη λειτουργία της αντίληψης. Για μια στιγμή, η θωράκιση διαλύεται σχεδόν πλήρως. Ολόκληρη η προσωπικότητα βυθίζεται στην εμπειρία της ηδονής, χωρίς φόβο ότι θα χαθεί σε αυτήν, διότι το Εγώ έχει ισχυρή ναρκισσιστική βάση, και δεν αναπληρώνει αλλά μετουσιώνει. Η αυτοεκτίμησή του βασίζεται κυρίως στη σεξουαλική εμπειρία. Από τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο επιλύει τις συγκαιρινές συγκρούσεις του, αποδεικνύεται ότι είναι ορθολογικές χωρίς νηπιακά και παράλογα στοιχεία. Και αυτό το καταφέρνει χάρη στην ορθολογική οικονομία της λίμπιντο, που αποκλείει την πιθανότητα ύπαρξης υπερβολικής κάθεξης σε νηπιακές εμπειρίες και επιθυμίες.

Η σεξουαλικότητα του γενετήσιου χαρακτήρα, όπως και κάθε άλλη πλευρά της ζωής του, χαρακτηρίζεται από ευκαμψία και αυθορμητισμό. Εφόσον είναι ικανός να αντλεί την ικανοποίηση που θέλει, είναι μονογαμικός χωρίς ψυχαναγκασμό ή απώθηση. Ωστόσο, και πάντα ορθολογικά παρακινούμενος, μπορεί κάλλιστα να στραφεί σε άλλο ερωτικό αντικείμενο ή να γίνει πολυγαμικός. Δεν προσκολλάται σε κάποιο σεξουαλικό αντικείμενο λόγω ενοχών ή για λόγους ηθικής. Δημιουργεί μια ερωτική σχέση με γνώμονα την υγιή επιθυμία του για ηδονή, και την διατηρεί επειδή αυτή η σχέση τον ικανοποιεί. Μπορεί να υποτάξει τις όποιες πολυγαμικές επιθυμίες έχει χωρίς να τις απωθήσει, αν είναι ασύμβατες με τη συγκεκριμένη σχέση που διατηρεί, αλλά μπορεί και να ενδώσει αν γίνουν πολύ επιτακτικές. Επιλύει τις συγκρούσεις που επακολουθούν ρεαλιστικά.

Τα νευρωτικά αισθήματα ενοχής απουσιάζουν σχεδόν πλήρως. Η κοινωνικότητά του δεν βασίζεται στην απωθημένη αλλά στη μετουσιωμένη επιθετικότητα, και στον προσανατολισμό του προς την πραγματικότητα. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι υποτάσσεται πάντα στην κοινωνική πραγματικότητα. Αντιθέτως, ο γενετήσιος χαρακτήρας, του οποίου η δομή βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τον ηθικολογικό και αντισεξουαλικό σύγχρονο πολιτισμό μας, μπορεί να ασκεί κριτική και να αλλάζει τις κοινωνικές καταστάσεις. Η σχεδόν παντελής έλλειψη φόβου τον βοηθά να παραμένει ασυμβίβαστος απέναντι σε όποιο περιβάλλον αντιτίθεται στις πεποιθήσεις του.

Αν η κοινωνία έχει στόχο να εξελίσσεται κατευθυνόμενη από την προτεραιότητα της λογικής, τότε ο στόχος αυτός είναι ανέφικτος αν δεν συνοδεύεται και από την προτεραιότητα της γενετησιότητας. Με την ηγεμονία της λογικής αποκλείεται κάθε είδους παράλογη σεξουαλικότητα, αλλά προϋπόθεσή της είναι η ρυθμισμένη λιμπιντική οικονομία. Οι προτεραιότητες της γενετησιότητας και της λογικής πρέπει να συνυπάρχουν, δηλαδή να αλληλοκαθορίζονται, όπως η λιμπιντική λίμναση και η νεύρωση, το Υπερεγώ (αισθήματα ενοχής) και η θρησκεία, η υστερία και η δεισιδαιμονία, η ικανοποίηση της προγενετήσιας λίμπιντο και η σεξουαλική ηθική που επικρατεί σήμερα, ο σαδισμός και η ηθική, η σεξουαλική καταπίεση και οι επιτροπές για την αναμόρφωση των παραστρατημένων γυναικών.

Η ρυθμισμένη λιμπιντική οικονομία και η ικανότητα πλήρους σεξουαλικής ικανοποίησης του γενετήσιου χαρακτήρα είναι το υπόβαθρο των χαρακτηρολογικών γνωρισμάτων του όπως τα περιγράψαμε παραπάνω. Αντιστοίχως, όλα όσα είναι και κάνει ο νευρωτικός καθορίζονται —σε τελική ανάλυση— από την ανεπαρκή λιμπιντική οικονομία του.

Το Εγώ του νευρωτικού είτε στρέφεται προς τον ασκητισμό, είτε προς μια σεξουαλική ικανοποίηση, που πάντα συνοδεύεται από αισθήματα ενοχής. Πιέζεται αμφίπλευρα: (1) από το μονίμως ανικανοποίητο Εκείνο με τη συσσωρευμένη και εγκλωβισμένη λίμπιντο, και (2) από το βάναυσο Υπερεγώ. Το Εγώ τού νευρωτικού χαρακτήρα εχθρεύεται το Εκείνο και φέρεται δουλικά προς το Υπερεγώ. Ταυτοχρόνως, όμως, φλερτάρει με το Εκείνο και μυστικά εξεγείρεται εναντίον του Υπερεγώ. Αν η σεξουαλικότητά του δεν είναι εντελώς απωθημένη, είναι κυρίως προγενετήσια. Εξαιτίας των περί τη σεξουαλικότητα κανόνων ηθικής που επικρατούν, διαχέονται στη γενετησιότητα πρωκτικά και σαδιστικά στοιχεία. Η σεξουαλική πράξη θεωρείται βρώμικη και ζωώδης. Επειδή η επιθετικότητα ενσωματώνεται ή, ακριβέστερα, αγκυρώνεται εν μέρει στη θωράκιση του χαρακτήρα και εν μέρει στο Υπερεγώ, επηρεάζεται η δυνατότητα του ατόμου να επιτύχει τους κοινωνικούς στόχους του. Το Εγώ είτε είναι απρόσιτο και από την ηδονή και από τη δυσαρέσκεια (συναισθηματική ανάσχεση) είτε είναι προσβάσιμο μόνο από τη δυσαρέσκεια. Η θωράκιση του Εγώ είναι άκαμπτη. Η μονίμως ευρισκόμενη υπό τον έλεγχο της ναρκισσιστικής λογοκρισίας επικοινωνία με το περιβάλλον πάσχει, και ως προς την αντικειμενοτρόπο λίμπιντο και ως προς την επιθετικότητα. Η θωράκιση λειτουργεί κυρίως ως προστάτιδα της εσωτερικής ζωής. Το αποτέλεσμα είναι να εξασθενεί σημαντικά η λειτουργία του Εγώ να ανταποκριθεί στην πραγματικότητα. Οι σχέσεις με τον εξωτερικό κόσμο είναι αφύσικες, μυωπικές ή αντιφατικές. Η προσωπικότητα αδυνατεί να ανταποκριθεί αρμονικά και με ενθουσιασμό στην πραγματικότητα, επειδή αδυνατεί να βιώσει οτιδήποτε πλήρως. Ο γενετήσιος χαρακτήρας μπορεί να μεταβάλλει τους αμυντικούς μηχανισμούς του, ενισχύοντάς τους ή εξασθενώντας τους, ενώ αντιθέτως το Εγώ του νευρωτικού χαρακτήρα βρίσκεται στο έλεος των ασυνείδητων απωθημένων μηχανισμών του. Δεν μπορεί να συμπεριφερθεί διαφορετικά, ακόμα και αν το επιθυμεί. Θα ήθελε να είναι χαρούμενος ή θυμωμένος, αλλά είναι αδύνατον να αισθανθεί χαρά ή θυμό. Δεν μπορεί να αγαπήσει έντονα επειδή βασικά στοιχεία της σεξουαλικότητάς του είναι καταπιεσμένα. Ούτε να μισήσει ορθολογικά, επειδή αισθάνεται το Εγώ του αναντίστοιχο με το υπέρμετρο —εξαιτίας της λιμπιντικής λίμνασης— μίσος του, το οποίο είναι αναγκασμένος να καταπιέσει. Ακόμα και όταν νιώσει αγάπη ή μίσος, η αντίδραση ελάχιστα αναλογεί με την πραγματικότητα. Ενεργοποιούνται νηπιακές εμπειρίες στο ασυνείδητο και από αυτές καθορίζεται ο βαθμός και η φύση των αντιδράσεών του. Εξαιτίας της ακαμψίας της θωράκισής του αδυνατεί να ανοιχτεί σε συγκεκριμένες εμπειρίες ή να αποτραβηχτεί εντελώς από άλλες, παρόλο που αυτό υπαγορεύεται από τη λογική να κάνει. Συνήθως, είτε απέχει πλήρως από το σεξ, είτε χρησιμοποιεί διαταραγμένες πρακτικές στα προκαταρκτικά της σεξουαλικής πράξης. Ακόμα και αν δεν συμβαίνουν αυτά, δεν απολαμβάνει καμία ικανοποίηση από τη σεξουαλικότητα. Ή, εξαιτίας της ανικανότητάς του να δοθεί, διαταράσσεται σε τέτοιο βαθμό ώστε η λιμπιντική οικονομία του απορρυθμίζεται. Από τη διεξοδική ανάλυση των αισθημάτων που έχει κάποιος κατά την ερωτική πράξη διακρίνουμε τους ακόλουθους τύπους: το ναρκισσιστικό άτομο το οποίο δεν επικεντρώνεται στην αίσθηση της ηδονής αλλά στην ιδέα να καταπλήξει· ο ωραιοπαθής που ανησυχεί πολύ μήπως αγγίξει τμήματα του σώματος που προσβάλουν την καλαισθησία του· το άτομο με καταπιεσμένο σαδισμό που δεν μπορεί να απαλλαγεί από την ψυχαναγκαστική σκέψη ότι θα πληγώσει τη γυναίκα ή τυραννιέται από αισθήματα ενοχής ότι την κακοποιεί· ο σαδιστής που βασανίζει κατά τη σεξουαλική πράξη το ερωτικό του αντικείμενο. Ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Στις περιπτώσεις όπου αυτές οι διαταραχές δεν εκδηλώνονται πλήρως, οι αναστολές που τους αντιστοιχούν ανιχνεύονται στη συνολική συμπεριφορά προς τη σεξουαλικότητα. Επειδή στο Υπερεγώ του νευρωτικού χαρακτήρα δεν περιλαμβάνονται καταφατικά προς τη σεξουαλικότητα στοιχεία, η σεξουαλική εμπειρία αποφεύγεται. (Η Χ. Ντόιτς [H. Deutsch] εσφαλμένα θεωρεί ότι το ίδιο συμβαίνει και με τον υγιή χαρακτήρα.) Αυτό, όμως, σημαίνει ότι μόνο η μισή προσωπικότητα συμμετέχει στην εμπειρία.

Το ναρκισσιστικό υπόβαθρο του γενετήσιου χαρακτήρα είναι στιβαρό. Στον νευρωτικό χαρακτήρα, από την άλλη μεριά, το Εγώ —εξαιτίας του αισθήματος ανικανότητας— αναγκάζεται να κάνει υπεραναπληρώσεις ναρκισσιστικής φύσεως. Ο νευρωτικός χαρακτήρας αδυνατεί να καταλήξει σε ορθολογικές αποφάσεις εξαιτίας των εμποτισμένων με παράλογα κίνητρα συγκαιρινών συγκρούσεων. Η νηπιακή συμπεριφορά και οι νηπιακές επιθυμίες έχουν πάντα αρνητικές συνέπειες.

Σεξουαλικά ανικανοποίητος και ανίκανος να ικανοποιηθεί, ο νευρωτικός χαρακτήρας ωθείται τελικά είτε στον ασκητισμό, είτε στην άκαμπτη μονογαμία. Τη δεύτερη θα την δικαιολογήσει με ηθικά επιχειρήματα, ή θα επικαλεσθεί την αφοσίωση προς τον/την σύντροφό του, αλλά στην πραγματικότητα φοβάται τη σεξουαλικότητα και αδυνατεί να την ρυθμίσει. Επειδή ο σαδισμός δεν μετουσιώνεται, το Υπερεγώ είναι εξαιρετικά αυστηρό, το Εκείνο απαιτεί ανηλεώς να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του, και στο Εγώ αναπτύσσονται αισθήματα ενοχής —τα οποία ονομάζει κοινωνική συνείδηση— και μια ανάγκη τιμωρίας, με την οποία επιβάλει στον εαυτό του αυτό που στην πραγματικότητα θα ήθελε να επιβάλει στους άλλους.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σκέψη για να καταλάβουμε ότι με την εμπειρική ανακάλυψη των μηχανισμών που περιγράψαμε προηγουμένως ανοίγει ο δρόμος για μια επαναστατική κριτική όλων των θεωρητικών συστημάτων ηθικής. Δεν θα υπεισέλθουμε εδώ στις λεπτομέρειες αυτού του ζητήματος, που έχει τόσο αποφασιστική σημασία για την κοινωνική διαμόρφωση του πολιτισμού, αλλά συνοπτικά θα αναφέρουμε ότι στο μέτρο που η κοινωνία ικανοποιεί τις ανάγκες και εξασφαλίζει τον μετασχηματισμό των αντίστοιχων ανθρώπινων χαρακτηροδομών, η διά της ηθικής ρύθμιση της κοινωνικής ζωής θα καταστεί περιττή. Η τελική έκβαση δεν θα καθοριστεί από τον τομέα της ψυχολογίας αλλά από τις κοινωνιολογικές διεργα­σίες. Όσον αφορά στην κλινική μας πρακτική, δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία ότι σε κάθε επιτυχή θεραπευτικά ανάλυση, δηλαδή εκείνη όπου στο τέλος της η νευρωτική χαρακτηροδομή μετασχηματίζεται σε γενετήσια, καταστρέφεται η διά της ηθικής ρύθμιση και αντικαθίσταται από αυτορρυθμιζόμενες πράξεις, βασιζόμενες σε μια ευσταθή λιμπιντική οικονομία. Επειδή ορισμένοι αναλυτές μιλούν για «καταστροφή του Υπερεγώ» από την αναλυτική θεραπεία, πρέπει να τονίσουμε ότι πρόκειται για απόσυρση ενέργειας από το σύστημα ηθικής ρύθμισης και αντικατάστασής του από μια ρυθμισμένη λιμπιντική οικονομία. Το γεγονός ότι αυτό βρίσκεται σε αντίθεση με τα σημερινά συμφέροντα του κράτους, της ηθικής φιλοσοφίας και της θρησκείας, έχει αποφασιστική σημασία και από μια άλλη άποψη. Για να το εκφράσουμε απλά, ο άνθρωπος του οποίου οι σεξουαλικές αλλά και οι πρωτόγονες βιολογικές και πολιτισμικές ανάγκες ικανοποιούνται, δεν χρειάζεται κανενός είδους ηθική για να διατηρεί τον αυτοέλεγχό του. Όμως, ο ανικανοποίητος άνθρωπος, που καταπιέζεται από παντού και υποφέρει από μια συνεχώς αυξανόμενη εσωτερική διέγερση, θα έσπαγε τα πάντα γύρω του αν δεν συγκρατούσε ένα τμήμα της ενέργειάς του και δεν δαπανούσε ένα άλλο στις ηθικές αναστολές. Το εύρος και η σοβαρότητα των ασκητικών και ηθικών κοινωνικών ιδεολογιών είναι το καλύτερο μέτρο για τον προσδιορισμό του εύρους και της σοβαρότητας της οφειλόμενης σε ανικανοποίητες ανάγκες ανεπίλυτης εσωτερικής έντασης του μέσου ατόμου αυτής της κοινωνίας. Και τα δύο καθορίζονται από τη σχέση των παραγωγικών δυνάμεων και του τρόπου παραγωγής αφενός, και από τις ανάγκες που πρέπει να ικανοποιηθούν αφετέρου.

Η συζήτηση των ευρύτερων συνεπειών της επιστήμης της σεξουαλικής οικονομίας και της ψυχαναλυτικής θεωρίας του χαρακτήρα, δεν είναι δυνατόν να αποφύγουν αυτά τα ερωτήματα εκτός και αν, θυσιάζοντας το επιστημονικό τους κύρος, προτιμήσουν να σταματήσουν στο τεχνητά χαραγμένο όριο μεταξύ αυτών που είναι και αυτών που θα έπρεπε να είναι.


[1]    Στο σημείο αυτό και σε σχέση με τις έννοιες «χαρακτήρας» και «ασφάλεια» είναι απαραίτητο να διαχωρίσουμε αυτό που εννοούμε εμείς από αυτό που εννοεί ο Άλφρεντ Άντλερ.

α) Ο Άντλερ άρχισε να απομακρύνεται από την ψυχανάλυση και από τη θεωρία της λίμπιντο υιοθετώντας τη θέση πως αυτό που έχει σημασία δεν είναι η ανάλυση της λίμπιντο αλλά η ανάλυση του νευρικού χαρακτήρα. [στμ: Κατά τον Άντλερ, ο νευρικός χαρακτήρας είναι η προϋπόθεση για κάθε ψυχική ασθένεια, η οποία δεν είναι παρά μια ιδιότητα ή ένα σύμπτωμα του νευρικού χαρακτήρα.] Η άποψη ότι η λίμπιντο και ο χαρακτήρας είναι αντίθετα, και ο αποκλεισμός της πρώτης από κάθε εξέταση, αποκλίνουν απολύτως από τη θεωρία της ψυχανάλυσης. Το ίδιο ζήτημα, δηλαδή η ύπαρξη σκοπιμότητας στον τρόπο λειτουργίας αυτού που ονομάζουμε «συνολική προσωπικότητα και χαρακτήρας», ήταν και το δικό μας σημείο αφετηρίας, όμως τόσο η θεωρία όσο και η μέθοδός μας είναι τελείως διαφορετικές. Θέτοντας το ερώτημα τι είναι αυτό που παρακινεί το ψυχικό όργανο να σχηματίσει έναν χαρακτήρα, εμείς εκλαμβάνουμε τον χαρακτήρα ως αιτιώδη οντότητα και καταλήγουμε στον σκοπό δευτερογενώς, επάγοντάς τον από την αιτία (αιτία: δυσαρέσκεια· σκοπός: άμυνα εναντίον της δυσαρέσκειας). Ο Άντλερ αντιμετωπίζει το ίδιο ζήτημα τελεολογικά.

β)  Επιχειρούμε να εξηγήσουμε τη διαμόρφωση του χαρακτήρα με βάση την οικονομία της λίμπιντο και γι’ αυτό καταλήγουμε σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα από τον Άντλερ, ο οποίος επιλέγει την αρχή της «θέλησης για δύναμη» ως απόλυτη εξήγηση, παραβλέποντας την εξάρτηση της «θέλησης για δύναμη» —μιας εν μέρει ναρκισσιστικής επιδίωξης— από τις γενικότερες μεταλλαγές του ναρκισσισμού και της αντικειμενοτρόπου λίμπιντο.

γ)  Οι διατυπώσεις του Άντλερ σχετικά με τον τρόπο επίδρασης του συμπλέγματος κατωτερότητας και των αναπληρώσεών του είναι σωστές. Δεν το αρνηθήκαμε ποτέ. Αλλά και εδώ λείπει η σύνδεση με τις διεργασίες της λίμπιντο που βρίσκονται βαθύτερα, ιδιαίτερα της φαλλικής λίμπιντο. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, επειδή χρησιμοποιούμε τη θεωρία της λίμπιντο για να διαλύσουμε και το σύμπλεγμα κατωτερότητας καθαυτό και τα παρακλάδια του, χωρίζουν οι δρόμοι μας με τον Άντλερ. Το δικό μας πρόβλημα ξεκινά ακριβώς εκεί που σταματά ο Άντλερ.

[2]    στεε: Ο συγγραφέας εννοεί στον οργανισμό που αρχικά η λίμπιντό του είναι ναρκισσιστικά προσανατολισμένη, δηλαδή στρέφεται προς τον εαυτό.

[3]    στμ: Ο συγγραφέας, στην προηγούμενη πρόταση γράφει ενεστώς και πραγματικότητας αλληλοσυσχετίζονται, ενώ στη συνέχεια συσχετίζει το πραγματικότητας με το λιμναστικό άγχος. Από τη σημείωση του Ράιχ στη σελ. 397 φαίνεται ότι το ενεστώς με το λιμναστικό ταυτίζονται.

[4]    στΕΕ: Κατατονική εμβροντησία: Ελάττωση ή ακόμα και πλήρης απουσία εκούσιων κινήσεων και ψυχοκινητικής ανταπόκρισης στα εξωτερικά ερεθίσματα, η οποία μπορεί να διατηρηθεί για μικρό ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ο ασθενής παραμένει σιωπηλός, αρνείται την τροφή ή δεν εκδηλώνει κανένα ενδιαφέρον σίτισης ή λήψης υγρών, διατηρεί τα μέλη του σώματός του εκεί που του τα βάζει ο εξεταστής ακόμα και αν η στάση είναι άβολη και δεν αντιδρά ούτε σε επώδυνα ερεθίσματα. Παρατηρείται στην κατατονική μορφή σχιζοφρένειας, σε βαριές καταθλίψεις και σε σοβαρές νευρολογικές διαταραχές.

[5]    στμ: Στην πρώτη περίπτωση ο χαρακτήρας θεωρείται γενετήσιος και στη δεύτερη νευρωτικός.

[6]    Βλ. Karl Abraham, Psychoanalytische Studien zur Charakterbildung (Ψυχαναλυτικές μελέτες επί της διαμόρφωσης του χαρακτήρα) (Int. PsA Bibl., No. XXVI, 1925), ιδιαίτερα το Κεφάλαιο ΙΙΙ: “Zur Charakterbildung auf der ‘genitalen’ Entwicklungsstufe” (Περί διαμόρφωσης του χαρακτήρα κατά το «γενετήσιο» στάδιο της ανάπτυξης).

[7]    Σημείωση του 1945: Η ρύθμιση της σεξουαλικής ενέργειας εξαρτάται από την οργασμική ικανότητα, δηλαδή από την ικανότητα του οργανισμού να επιτρέπει να συμβούν ανεμπόδιστα οι κλονικοί σπασμοί που συνοδεύουν το αντανακλαστικό του οργασμού. Οι θωρακισμένοι οργανισμοί είναι ανίκανοι να έχουν οργασμικό σπασμό. Η βιολογική διέγερση αναστέλλεται εξαιτίας των χρόνιων μυϊκών σπασμών της σωματικής θωράκισης.

[8]    στεε: Τα πρόσωπα του παρόντος ταυτίζονται με τα αιμομικτικά αντικείμενα και επενδύονται όπως εκείνα, δηλαδή η αιμομικτική κάθεξη μεταβιβάζεται σε αυτά.

[9]    Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την εξάρτηση του σαδισμού από τη λίμναση της λίμπιντο, βλ. Κεφάλαιο VII του βιβλίου μου Die Funktion des Orgasmus, 1927, Βλ. επίσης και το βιβλίο The Function of the Orgasm, 1942, 1948. [στμ: Το πρώτο βιβλίο έχει επανακυκλοφορήσει με τον τίτλο Genitality: In the Theory and Therapy of Neuroses (Η γενετησιότητα στη θεωρία και τη θεραπεία των νευρώσεων), εκδ. Farrar, Straus & Giroux. Το δεύτερο βιβλίο κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Ρέω, με τίτλο Η λειτουργία του οργασμού, αλλά ουσιαστικά η ύλη του πρώτου εμπεριέχεται στην ύλη του δεύτερου.]